Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Απαξίωση της δημοκρατίας και εξτρεμιστική βία


Ο εξτρεμισμός αποτελεί έναν «κινούμενο στόχο», έγραψε ένας σύγχρονος μελετητής του θέλοντας να επισημάνει την συνθετότητα και την ποικιλομορφία των εκφράσεων που έχει προσλάβει το φαινόμενο στο σύγχρονο κόσμο. Από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 έως τη 13η Νοεμβρίου 2015, μητροπόλεις του δυτικού κόσμου και αστικά κέντρα της καπιταλιστικής περιφέρειας, ειδυλλιακοί επαρχιακοί παράδεισοι και φημισμένοι τόποι θρησκευτικής λατρείας, γειτονιές-γκέτο συμμοριών, πολυσύχναστες πλατείες, χώροι αναψυχής και μέσα μαζικής μεταφοράς μεταβλήθηκαν σε στόχους και έγιναν θέατρο των πλέον σκληρών μορφών εκδήλωσης της βίαιης εξτρεμιστικής δράσης.
Η τρομοκρατία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ο τζιχαντισμός, ο νεοναζισμός, ο χουλιγκανισμός αποτελούν κατεξοχήν φαινόμενα της εποχής. Όχι ότι δεν προϋπήρχαν της στροφής του αιώνα. Ωστόσο, μόνο μετά την 11/9 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους άρχισε να συνειδητοποιείται το μέγεθος της απειλής. Επρόκειτο για την ύπαρξη ενός σοβαρού αποθέματος βίας μέσα στην καρδιά του δυτικού κόσμου και της διαθεσιμότητας δικτύων ή μεμονωμένων ατόμων με ως επί το πλείστον θρησκευτικά, ρατσιστικά και σεξιστικά κίνητρα να κάνουν χρήση του αποθέματος αυτού. Επιπλέον, μετά την πολύνεκρη διπλή επίθεση στο Παρίσι, αλλά και το πρόσφατο θανατηφόρο χτύπημα ένοπλων ισλαμιστών επί αμερικανικού εδάφους για πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, γίνεται αντιληπτό ότι τα συστήματα εθνικής και διεθνούς ασφάλειας είναι τρωτά απέναντι σε μια εν εξελίξει ευρισκόμενη εξτρεμιστική κινητοποίηση.
Τι προκαλεί μια τέτοια κινητοποίηση και τι μπορεί να την ανακόψει; Συχνά η έξαψη των φαινομένων πολιτικο-κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και βίαιου εξτρεμισμού διασυνδέεται εμφατικά με τις μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ που στο όνομα της πάταξης της διεθνούς τρομοκρατίας ανέτρεψαν το καθεστώς των Ταλιμπάν και του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είχε, ωστόσο, σοβαρές «παράπλευρες» συνέπειες, καθώς διαταράχθηκαν οι πολιτικές ισορροπίες σε περιφερειακό επίπεδο και δημιουργήθηκε μια στρατιά εξτρεμιστών, ένα τμήμα από τους οποίους είχε αρχικώς χρησιμοποιηθεί στη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας.
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο το έλλειμμα διεθνούς νομιμοποίησης και αυτές καθαυτές οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που προκάλεσαν αστάθεια και λειτούργησαν ως καταλύτης για την εμφάνιση στη διεθνή σκηνή ενός τύπου καταστροφικής βίας. Φαινόμενα πολιτικής βίας έκαναν, επίσης, την εμφάνισή τους στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας αναπτυγμένων χωρών ως αποτέλεσμα της δημιουργίας «παράλληλων κοινωνιών», όπως ονομάστηκαν θρησκευτικο-πολιτικοί θύλακοι μουσουλμάνων και μεταναστών που έχουν εντοπιστεί εντός τους. Στις «παράλληλες κοινωνίες» είναι εμφανές το έλλειμμα της κοινωνικής ενσωμάτωσης και η περιθωριοποίηση των μελών τους που γίνονται έρμαια οργανώσεων με φονταμενταλιστικό προσανατολισμό (μετρήθηκαν εκατοντάδες τέτοιες στη Γερμανία). Προσφέροντάς τους αναγνώριση και καλλιεργώντας τους αισθήματα θρησκευτικο-φυλετικής υπεροχής δημιουργούν στους νέους που είναι ενθυλακωμένοι στο εσωτερικό των «παράλληλων κοινωνιών» ένα υπόστρωμα ριζοσπαστικοποίησης και τη διαθεσιμότητα για χρήση βίας εναντίον της εκκοσμικευμένης δυτικής κοινωνίας.
Φαινόμενα, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, δεν επιδέχονται μονοσήμαντων εξηγήσεων. Ο εξτρεμισμός και η βίαιη κινητοποίηση που εκδηλώνονται στις ημέρες μας δεν είναι ‘απλώς’ η άλλη όψη του «ιμπεριαλισμού» και του «νεοφιλευθερισμού». Οι στρατολόγοι του βίαιου εξτρεμισμού δεν είναι μόνο όσοι (εξ-)οπλίζουν τους τζιχαντιστές και φανατίζουν νεαρούς μουσουλμάνους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Η ριζοσπαστικοποίηση, δηλαδή διεργασίες ρήξης με το status quo, όπως και η εξτρεμιστική κινητοποίηση που στοχεύει στη βίαιη κατάλυσή του, διαπερνούν εγκάρσια τις κοινωνικές τάξεις: παρότι στις αναταραχές στο Λονδίνο το 2011 συμμετείχαν νεαρά άτομα από τα φτωχά προάστια, οι δύο δράστες της αιματηρής επίθεσης στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνια ήταν ευκατάστατοι μουσουλμάνοι, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και (φαινομενικά) ενταγμένοι στην κοινωνία. Επιπλέον, ο ριζοσπαστισμός και ο εξτρεμισμός δεν εντοπίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα: πιο σημαντικό ρόλο από τις παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες διαδραματίζουν οι κοινωνικές δικτυώσεις και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα από τα οποία επηρεάζονται οι εκκολαπτόμενοι ριζοσπάστες και εξτρεμιστές.
Αν κάτι έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να τεθούν σε λειτουργία διεργασίες κοινωνικής ρήξης είναι τα συναισθήματα που διακατέχουν εκείνους, οι οποίοι εμφανίζουν διαθεσιμότητα ή και ετοιμότητα για κοινωνική ανατροπή. Η ελκυστικότητα και η φαντασμαγορία της βίας, η διεύρυνση της επιτρεπτικότητας που δημιουργεί η χρήση της, οι διαθέσεις για πολιτική διαμαρτυρία και καταγγελία που μπορεί να καταλάβουν ευρεία κοινωνικά στρώματα ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης και ιδεολογίας τους (π.χ. «Αγανακτισμένοι»), όλα τα παραπάνω είναι εκείνα που συνθέτουν το προφίλ όσων ριζοσπαστικοποιούνται με κατεύθυνση προς τις μορφές του βίαιου εξτρεμισμού.
Παρότι τα πορίσματα μελετών δεν είναι επαρκή για να αποκωδικοποιηθούν τα κίνητρα και το προφίλ των εξτρεμιστών, η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τη Βίαιη Ριζοσπαστικοποίηση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), οι μελέτες του A. Schmid (Terrorism Research Initiative) ή του M. Goodwin (Πανεπιστήμιο του Kent), τα αποτελέσματα ποιοτικών ερευνών του έργου για τον πολιτικό και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό στην Ελλάδα (ΠΑ.ΜΑΚ., Πάντειο Παν/μιο, Παν/μιο Κρήτης) αναδεικνύουν την κομβική σημασία των περί δημοκρατίας αντιλήψεων για την εμφάνιση διαθεσιμότητας υπέρ ή κατά της ριζοσπαστικοποίησης και του εξτρεμισμού. Στάσεις ισχυρής απόρριψης του πολιτικού συστήματος, απογοήτευσης και πολιτικής δυσαρέσκειας δημιουργούν προϋποθέσεις ριζοσπαστικοποίησης και εξτρεμισμού. Όσο περιορίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση, τόσο πιο εύφορο γίνεται το έδαφος για την υποστήριξη ριζοσπαστικών και εξτρεμιστικών δράσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαθεσιμότητα απέναντι στη χρήση ή τον εκθειασμό της βίας αναπτύσσεται πάνω σε προϋπάρχουσες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Έτσι, δεν αποκλείεται κλειστές θρησκευτικές πεποιθήσεις να δημιουργούν τάσεις ριζοσπαστικοποίησης διαβρώνοντας  ακόμη και ένα κατά τα άλλα φιλελεύθερο αξιακό πλαίσιο.
Η δημοκρατία έχει μεταβληθεί από χρόνια σε εναν σάκο του μποξ· ιδίως σήμερα, συχνά όσοι διεκδικούν την ψήφο των πολιτών έχουν ως αιχμή του δόρατος την –έστω μερική– απαξίωση του τρόπου λειτουργίας της δημοκρατίας. Όμως, το φιλελεύθερο-δημοκρατικό credo είναι το μοναδικό ισχυρό ανάχωμα στον εξτρεμισμό, ενώ όσοι καιροσκοπικά χτίζουν πάνω στον ισοπεδωτικό λαϊκισμό αποσαθρώνουν τα θεμέλια του δημοκρατικού καθεστώτος και ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου στον εξτρεμισμό. 

Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Βήμα (25.12.2015),
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=764537 

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ανασχεδιάζοντας μια κομματική επωνυμία: η περίπτωση του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου


Παρότι η πρωτιά του Εθνικού Μετώπου στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών στη Γαλλία χαρακτηρίστηκε ως «σοκ», η επικράτηση του κόμματος των Λεπέν δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Μετά τον «εκλογικό σεισμό» του 2002, όταν ο Ζαν Μαρί Λεπέν εκτόπισε τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών από τον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών, το κομματικό σύστημα της χώρας βρίσκεται σε παρατεταμένη ρευστότητα. Η αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία του Εθνικού Μετώπου, με την ανάδειξη της Μαρίν Λεπέν ως επικεφαλής του, διεύρυνε την εκλογική επιλεξιμότητα ενός ακροδεξιού κόμματος και τις προϋποθέσεις αλλαγών στην αρχιτεκτονική του γαλλικού δικομματισμού.
Συνηθίζουμε να αναλύουμε εκλογικά συμβάντα από τη σκοπιά «μεγάλων γεγονότων»: κρίση, τρομοκρατία, ανεργία, μετανάστευση εκλαμβάνονται ως εξηγητικές μεταβλητές μιας εκλογικής αναμέτρησης. Παρά τη σημαντικότητά τους, ένα αποτέλεσμα εκλογών κρίνεται όχι μόνο από τα διακυβεύματα που θα επικρατήσουν, αλλά και από το πώς θα τα διαχειριστούν οι κομματικοί δρώντες σε προγραμματικό και συμβολικό επίπεδο. Επιπλέον, όσο σημαντικότερα είναι τα πολιτικά διακυβεύματα, τόσο οι προτάσεις πρακτικής αντιμετώπισής τους από τις κατεστημένες κομματικές δυνάμεις θα υπολείπονται σε ελκυστικότητα του εναντιωματικού και πολωτικού λόγου των πολιτικών τους αντιπάλων.
Οι περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία έλαβαν χώρα στο δραματικό σκηνικό της πολύνεκρης επίθεσης τζιχαντιστών στο Παρίσι. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις προσέδωσαν εντονότερη πολιτική φόρτιση σε επίκαιρα κοινωνικο-πολιτισμικά διακυβεύματα (μετανάστευση, προσφυγικό), ενώ ανέδειξαν ερωτηματικά όσον αφορά τις αιτίες στρατολόγησης νεαρών Ευρωπαίων, συνήθως με μεταναστευτικό υπόβαθρο, στις τάξεις των εξτρεμιστών. Η κοινωνικο-οικονομική μιζέρια (η ανεργία μεταξύ των νέων Γάλλων αγγίζει το 25%) και η αδράνεια των Σοσιαλιστών που κυβερνά μια χώρα με στάσιμη οικονομία, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και υψηλές δημόσιες δαπάνες, σε συνδυασμό με μια εσωστρεφή και απαξιωμένη από σκάνδαλα διαφθοράς Κεντροδεξιά αντιπολίτευση, αφήνουν χώρο στο Εθνικό Μέτωπο να αλιεύσει ψήφους από παντού.
Πώς μετέτρεψε το Εθνικό Μέτωπο μια τέτοια πολιτική ευκαιρία σε εκλογική του επιτυχία; Πρόκειται για μια μετατροπή που συντελέστηκε μεθοδικά κινούμενη σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο της κομματικής οργάνωσης και σ’εκείνο της κομματικής αφήγησης. Με την αλλαγή σκυτάλης από τον Ζαν Μαρί στη Μαρίν Λεπέν, η νέα αρχηγός του Εθνικού Μετώπου έβαλε πλώρη για τον μερικό «ανασχεδιασμό» (rebranding) του προφίλ του κόμματος. Επιδίωξε να λειάνει τις αντισημιτικές του αναφορές και να ενισχύσει το αντιευρωπαϊκό του πιστεύω· επίσης, να διασυνδέσει τις αντιμεταναστευτικές και αντιισλαμικές θέσεις του με το ενδιαφέρον για τα ζητήματα εγκληματικότητας και εθνικής ασφάλειας. Στόχος της Λεπέν ήταν ο αποχαρακτηρισμός του Εθνικού Μετώπου ως ακροδεξιού κόμματος και η ταύτισή του με την επωνυμία (brand) μιας «πατριωτικής» και «αληθινής δεξιάς».
Σε μια τέτοια νέα επωνυμία διακριτή θέση κατέχει η καταγγελία από το Εθνικό Μέτωπο τόσο της αποκαλούμενης «ισχυρής Δεξιάς», όσο και των Σοσιαλιστών, δύο κομμάτων απέναντι στα οποία το Εθνικό Μέτωπο προβάλλει ως ένας αντισυμβατικός τρίτος πόλος. Η ιδιότητα του «νέου» για ένα κόμμα που μετρά δεκαετίες ζωής (ιδρύθηκε το 1972) ενισχύεται από διεργασίες κυκλοφορίας των κομματικών ελίτ που έχουν τεθεί σε κίνηση επί των ημερών της Λεπέν, με πρόσωπα νέα σε ηλικία να έχουν αναδειχθεί σε καίρια πόστα. Το γεγονός ότι κάποια από αυτά είναι του στενού ή και οικογενειακού περιβάλλοντος της προέδρου δεν μειώνει τις εντυπώσεις που επιδιώκει να προκαλέσει η ηλικιακή ανανέωση στο Εθνικό Μέτωπο κόντρα στην επάνοδο του Σαρκοζί και την ανακύκλωση ενός παλιού πολιτικού προσωπικού που συντελείται στην Κεντροδεξιά.
Ο ανασχεδιασμός μιας εμπορικής επωνυμίας θωρείται επιτυχημένος όταν αυτή κατακτά ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά. Στον ανασχεδιασμό μιας κομματικής επωνυμίας στην πολιτική αγορά τα πράγματα δεν διαφέρουν. Στην περίπτωση του Εθνικού Μετώπου, αυτό διεκδίκησε με επιτυχία ένα σημαντικό κομμάτι από την εκλογική πελατεία της Αριστεράς (έλαβε το 43% των ψήφων των εργατών), αλλά και της Δεξιάς (ψηφίστηκε από το 35% των αγροτών και το 36% των υπαλλήλων), αυξάνοντας την επιρροή του στα λαϊκά στρώματα και στις μεσαίες τάξεις (στοιχεία Ipsos). Το Εθνκό Μέτωπο είχε ξαναπετύχει κάτι παρόμοιο, όταν στη δεκαετία του 1990 είχε διεμβολίσει την εκλογική πελατεία Κομμουνιστών και Σοσιαλιστών, ενώ μια δεκαετία μετά είχε παρατηρηθεί σύγκλιση των θέσεων της Κεντροδεξιάς με την Άκρα Δεξιά. Σήμερα δεν πρόκειται ωστόσο (μόνο) για επιστροφή φαινομένων “αριστερο-λεπενισμού” και “λεπενοποίησης” στην εκλογική σκηνή, αλλά για μια καθαρότερη διεύρυνση της επιρροής του Εθνικού Μετώπου σε κοινά εκλογέων που το ψήφισαν συγκλίνοντας με το περιεχόμενο και το ύφος της δικής του αφήγησης: την έμφαση σε ζητήματα ασφάλειας και το συναισθηματικό υπόβαθρο του λόγου του. Απέναντι στον αμυντικό λόγο της κατεστημένης πολιτικής ελίτ που επιδιώκει να κατευνάσει φόβους, το Εθνικό Μετωπο διατυπώνει μια επιθετική ρητορική για να εξάψει αισθήματα κινδύνου και απειλής. Αυτά τα θεματικά και συναισθηματικά μοτίβα που διαθέτουν εκλογική επιρροή χρειάζεται να προσεχθούν ιδιαίτερα, ιδίως τώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη μια δεξιόστροφη μετακίνηση εκλογέων σε αρκετές χώρες της ΕΕ.
 

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Το ΒΗΜΑ (13.12.2015) 
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=761401 /?aid=761401

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Το προσφυγικό και η διαχείριση του φόβου



Από τις αρχές του 2015 μισό εκατομμύρο πρόσφυγες πέρασαν τα ελληνικά σύνορα. Καθημερινά χιλιάδες από αυτούς βρίσκουν καταφύγιο σε ένα νησί του Ανατολικού Αιγαίου, με τους πρόσφυγες να είναι συχνά περισσότεροι από τον εγχώριο πληθυσμό. Αν κάτι παραμένει αξιομνημόνευτο στο προσφυγικό δράμα, στιγμές κορύφωσης του οποίου αποτελούν τα άψυχα κορμιά μικρών παιδιών, είναι τα αυξημένα αντανακλαστικά ανθρωπισμού των νησιωτών. Με τις δομές υποδοχής και τις διεργασίες επανεγκατάστασης των προσφύγων να είναι αργόσυρτες και χαοτικές και τις αρχές –ευρωπαϊκές και εγχώριες– να εμφανίζονται απροετοίμαστες, οι κάτοικοι των νησιών έδειξαν αλληλεγγύη στην περίθαλψη των προσφύγων.

Το προσφυγικό φαινόμενο στις ημέρες μας έχει γνωρίσματα υπέρ-συμβάντος: υπολείπονται δύο μήνες για να κλείσει η χρονιά και οι πρόσφυγες που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα είναι εφταπλάσιοι από όσους ήρθαν πέρυσι. Το γεγονός ότι στην εκτύλιξη του υπέρ-συμβάντος λειτούργησε ένα «φαινόμενο στεφάνης» συνιστά ένα θετικό δείγμα για τη στάση της κοινωνίας απέναντι στους πρόσφυγες: σε όσο μεγαλύτερη εγγύτητα με το ζήτημα βρίσκεται κάποιος, τόσο λιγότερο φοβικά το αντιμετωπίζει. Πώς αντιλαμβάνονται το ζήτημα όσοι δεν έχουν εγγύτητα με τους πρόσφυγες;

Στην Ευρώπη δεν λείπουν οι φωνές συμπάθειας· μαζί με τους Μέρκελ, Γιούνκερ, Σούλτς και Ολάντ, ένα τμήμα της πολιτικής ελίτ έδειξε ανθρώπινο πρόσωπο απέναντι στους πρόσφυγες. Άλλοι ωστόσο ευρωπαίοι πολιτικοί (ο Βέλγος υπουργός εσωτερικών Γιαμπόν, ο Γερμανός ομόλογός του ντε Μεζιέρ, ο πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος στην Πολωνία Κατσίνσκι, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Ορμπάν) φανέρωσαν αναλγησία, εχθρότητα ή και απέχθεια για τους πρόσφυγες. Εκτός από διαφορετικές τοποθετήσεις στην κλίμακα των αξιών, οι στάσεις των ευρωπαίων ηγετών αντανακλούν πιέσεις της κοινής γνώμης και του εκλογικού σώματος, ένα μέρος από το οποίο αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες ανταγωνιστικά και φοβικά. «Ο Ξένος», έγραφε ο Γκέοργκ Ζίμμελ, δεν είναι εκείνος που περιπλανιέται και φεύγει, αλλά που έρχεται και μένει. Η προοπτική της παραμονής των προσφύγων στην Ευρώπη είναι που δραστηριοποιεί αντιμεταναστευτικές οργανώσεις, όπως την PEGIDA, να εντείνουν τις κινητοποιήσεις τους εξάπτοντας τους φόβους της μεσαίας τάξης απέναντι στον Ξένο.

Θα ήταν όμως λάθος να σχηματίζαμε την άποψη ότι η κοινή γνώμη καταναλώνει άκριτα τις αφηγήσεις των εθνικολαϊκιστών. Ό,τι κυρίως ανησυχεί το μέσο Ευρωπαίο δεν είναι αυτή καθαυτή η προοπτική εγκατάστασης προσφύγων στη χώρα του, όσο η  αδυναμία διαχείρισης μιας τέτοιας προοπτικής. Στη Γερμανία, όπου η πλειοψηφία (51%) αρχικώς διάκειτο ευνοϊκά στο ενδεχόμενο μόνιμης εγκατάστασης προσφύγων, τα πράγματα αντιστράφηκαν όταν εκδηλώθηκε διαφωνία στην κυβέρνηση, με υπουργούς να φρενάρουν μια πολιτική άμεσης ενσωμάτωσης μεγάλου αριθμού προσφύγων.

Αν κάτι είναι εμφανές στο επίπεδο ευρωπαϊκών κρατών και στην Ε.Ε. είναι η απουσία σχεδίου για το προσφυγικό ζήτημα. Η πολιτική τάξη της Ευρώπης αναλώνεται στη διαχείριση του φόβου των πολιτών. Υπό την απειλή της ακροδεξιάς που λειτουργεί ως ενισχυτής του φόβου απέναντι στον Ξένο, ηγεσίες και κόμματα στην Ευρώπη επιλέγουν το πολιτικό κατενάτσιο από την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος.

Στην Ελλάδα, η κατάσταση δεν εξελίσσεται διαφορετικά. Όπως οι εταίροι έχουν στραμμένο το βλέμμα στη δική τους εθνική πολιτική αρένα, το ίδιο και οι εγχώριοι κυβερνώντες. Έχοντας επωμιστεί την ευθύνη της καταγραφής των προσφύγων για τη επανεγκατάστασή τους στις χώρες υποδοχής και της δημιουργίας χιλιάδων θέσεων προσωρινής φιλοξενίας στην χώρα μας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιχειρεί να εργαλειοποιήσει το προσφυγικό μετατρέποντάς το σε ένα είδος υπερισοδύναμου στη διαδικασία εφαρμογής της συμφωνίας με τους δανειστές και εκπλήρωσης των όρων του Μνημονίου. Μια τέτοια διαδύνδεση του προσφυγικού με τις μνημονιακές υποχρεώσεις στην προοπτική της ελαστικοποίησης των τελευταίων εξαιτίας του βάρους του πρώτου, πέραν των όποιων ηθικών διλημμάτων, ενέχει το διπλό κίνδυνο, διασυνδέοντάς τες να μείνουν εντέλει πίσω και οι δύο κατηγορίες δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει.

Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα δεν συνοδεύθηκε μέχρι στιγμής από οργανωμένη αντίδραση στο χώρο της εγχώριας ακροδεξιάς. Η κινητοποίηση της Χρυσής Αυγής σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν περιορισμένη σε έκταση αλλά εκλογικά επιτυχής, καθώς αύξησε τα ποσοστά της εκεί που εκδηλώνονται προσφυγικές ροές. Καθώς όμως η εκλογική της απήχηση σε νησιωτικές περιοχές παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, ως υπόθεση εργασίας μπορεί να υποστηριχθεί ότι όσο λιγότερη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων υπάρχει στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, όσο δηλαδή πιο διαιρετικό προβάλλει το σχετικό διακύβευμα, τόσο η Χρυσή Αυγή βρίσκει έδαφος να αναπτύξει την αντιπροσφυγική της ρητορική. Το κενό κρατικής παρουσίας, οι κομματικές διαμάχες με επίκεντρο το προσφυγικό και η κυβερνητική αναποτελεσματικότητα λειτουργούν ως υπόστρωμα πολιτικής ευκαιρίας για τον εν τη ευρεία εννοία χώρο της ακροδεξιάς. Δεν είμαστε σίγουροι αν αυτό το έχει συνηδητοποιήσει η πολιτική ηγεσία στη χώρα.

Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 6 Νοεμβρίου 2015, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=752096