Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Πώς φτιάχτηκαν τα οχυρά του εξτρεμισμού;


Βασιλική Γεωργιάδου και Λαμπρινή Ρόρη

 (δημοσιεύθηκε στην εφημ. Το Βήμα, 17.11.2013, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=539945)

Η περίοδος από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έως τις συλλήψεις του αρχηγού και στελεχών της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) συνοδεύτηκε από την πεποίθηση ότι η συγκυρία ήταν πρόσφορη για την αποδυνάμωση της εξτρεμιστικής οργάνωσης. Οι αρχικές ενδείξεις δημοσκοπικής πτώσης της ακολουθήθηκαν από τη σταθεροποίησή της στην κοινή γνώμη. Αυτή η παραδοξότητα τροφοδοτεί πληθώρα συζητήσεων, οι οποίες αναφέρονται στην ιδεολογική εγγύτητα των υποστηρικτών της με την οργάνωση, στην προσέγγισή τους με όρους κοινωνικής ψυχολογίας και στο ρόλο της κρίσης ως παράγοντα εξτρεμιστικής κινητοποίησης. Ωστόσο έχει υποτιμηθεί η σημασία της στρατηγικής που η ΧΑ ακολούθησε προκειμένου να αναδειχθεί στην πολιτική σκηνή, καθώς και οι συνθήκες πολιτικής θυματοποίησης που δημιουργούνται μετά τις δολοφονίες των Γιώργου Φουντούλη και Μανώλη Καπελώνη.
Ακολουθώντας μια συνήθη πρακτική για τα κόμματα του δεξιού εξτρεμισμού, η ΧΑ επέλεξε τη στρατηγική της δημιουργίας οχυρών, προκειμένου να αποκτήσει κοινωνικές συνδέσεις και ορατότητα σε περιοχές, στις οποίες καταρχάς συγκέντρωσε τις δυνάμεις της και ανέπτυξε τις δραστηριότητές της. Τι είδους οχυρά δημιουργεί η ΧΑ και ποια η λειτουργικότητά τους για την εξάπλωση της επιρροής της; Η επιτόπια έρευνα μάς επιτρέπει να διατυπώσουμε ορισμένες προκαταρκτικές απαντήσεις στα ερωτήματα.
Ο πρώτος τύπος οχυρού προκύπτει από το συνδυασμό βίαιου ακτιβισμού και προσφοράς «νατιβιστικών» υπηρεσιών «προστασίας» σε τοπικό επίπεδο. Η ΧΑ επιλέγει περιοχές όπου λόγω ειδικών προβλημάτων ή προηγούμενης ιδεολογικοπολιτικής εγγύτητας με τμήματα ψηφοφόρων, το έδαφος εμφανίζεται πρόσφορο για την ανάπτυξη ενός ρεπερτορίου δράσεων. Η γνωστότερη περίπτωση που ταιριάζει σε αυτόν τον τύπο οχυρού είναι εκείνη του Αγίου Παντελεήμονα. Η υποβάθμιση της περιοχής, σε συνδυασμό με την υπερσυγκέντρωση μεταναστών το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 2000 και την αυξημένη εγκληματικότητα εξαιτίας του πολλαπλασιασμού των περιστατικών ληστειών και διαρρήξεων μεταξύ 2006 και 2010, αποτέλεσαν ικανές συνθήκες προκειμένου να διεισδύσει η οργάνωση σε γειτονιές του Αθηναϊκού κέντρου. Η ΧΑ διαπλέκεται με επιτροπές κατοίκων του 6ου δημοτικού διαμερίσματος, πολώνει το κλίμα μεταξύ των αντίπαλων πλευρών και αυτοανακηρύσσεται σε «προστάτη» των γηγενών. Κατορθώνει έτσι να αποκτήσει εγγύτητα με τον τοπικό πληθυσμό, να στρατολογήσει ακτιβιστές και να προβάλλει στελέχη της, να θέσει ζητήματα στη δημόσια αντζέντα, με ένα κομμάτι της τοπικής κοινωνίας να παρακολουθεί ως θεατής και ένα άλλο να μετέχει στον πυρήνα των πρωτοβουλιών της οργάνωσης προκειμένου αυτή να «καθαρίσει» την περιοχή από τους μετανάστες. Με τον τρόπο αυτό η ΧΑ μετατρέπει το οχυρό σε ορμητήριο για την εξάπλωσή της στην επικράτεια.
Σε λαϊκές γειτονιές της Β’ Πειραιώς οικοδομείται ένας δεύτερος τύπος οχυρού: εδώ η οργάνωση δεν διασυνδέται απευθείας με την τοπική κοινωνία, αλλά «στήνει ενέδρα» στα ευάλωτα στρώματα εργατικής προέλευσης, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και η κοινωνική ανέχεια των οποίων τα αποκολλούν από τα παραδοσιακά τους στηρίγματα. Αν εξετάσει κανείς τα εκλογικά δεδομένα του 2012, θα διαπιστώσει ότι η άνοδος της ΧΑ ακολουθεί την πτώση του ΚΚΕ. Στη Β΄ Πειραιώς (Πέραμα, Κερατσίνι, Δραπετσώνα) ένα φαινόμενο εγχώριου «εργατολεπενισμού» βρίσκεται σε εξέλιξη: ό,τι συνέβη στη Γαλλία με το Εθνικό Μέτωπο τη δεκαετία του 1990, όταν εκλογείς με γνωρίσματα ψηφοφόρου της αριστεράς πέρασαν στην ακροδεξιά. Ο ίδιος τύπος δημιουργίας οχυρού δια μέσου «ενέδρας» εμφανίζεται σε περιβάλλοντα ευάλωτων μεσοστρωμάτων, η ρευστοποίηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των οποίων συνεπάγεται τη διάλυση των πελατειακών τους σχέσεων με το κομματικό κράτος. Μετά το 2010 η ΧΑ βρίσκει το έδαφος πρόσφορο και εισχωρεί προοδευτικά σε επαγγελματικές ενώσεις δικηγόρων, οδηγών ταξί, λεωφορείων, φορτηγών και μικροπωλητών, ενώ κεκαλυμμένα είχε διεισδύσει στον (διαλυθέντα) κλάδο των δημοτικών αστυνομικών. Από τους χώρους αυτούς αντλεί υποστηρικτές, ψηφοφόρους και ακτιβιστές με διασυνδέσεις στην κοινωνία.
Αντίθετα, τα Πανεπιστήμια αποτελούν μέχρι στιγμής για τη ΧΑ την πιο γνωστή περίπτωση αποτυχίας δημιουργίας οχυρού. Οι προσπάθειές της να διεισδύσει στο φοιτητικό συνδικαλισμό, είτε μέσω συμμετοχής της σε εκλογές φοιτητικών συλλόγων είτε φορώντας το μανδύα «ανεξάρτητης» παράταξης, δεν απέδωσαν καρπούς. Οι αιτίες της αποτυχίας μπορούν να αναζητηθούν στις θεσμικές προδιαγραφές της πολιτικής συμμετοχής στα ΑΕΙ: τα καταστατικά των φοιτητικών συλλόγων απαγορεύουν τη συμμετοχή παρατάξεων με «φασιστικές πεποιθήσεις», όπως ρητά αναφέρεται, γεγονός που δημιουργεί ένα cordon sanitaire στην εξάπλωσή της ΧΑ στην ανώτατη εκπαίδευση. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση έχει παίξει η ισχυρή παρουσία αριστερών και δεξιών παρατάξεων εντός των ΑΕΙ, που λειτούργησαν σαν φόβητρο, αποτρέποντας ενδεχόμενη δικτύωση της ΧΑ στον φοιτητικό πληθυσμό.
Το περιβάλλον της κρίσης δημιουργεί ευκαιρίες για την άνοδο των εξτρεμιστών στην πολιτική σκηνή, το ίδιο όπως και η διαδραστικότητα της βίας. Το τελευταίο αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά τις τρεις δολοφονίες στις οποίες ο χώρος του δεξιού εξτρεμισμού εμπλέκεται από την πλευρά του θύτη και του θύματος. Η ΧΑ αξιοποιεί συστηματικά όλες τις ευκαιρίες για την είσοδο και την παραμονή της στην κεντρική πολιτική σκηνή. Οι κατακερματισμένες δυνάμεις της μέχρι το 2009 και οι περιορισμένες οργανωτικές της δυνατότητες λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά όταν συγκεντρώθηκαν στα οχυρά της, η εδραίωσή των οποίων υποβοήθησε την εξακτίνωση της οργάνωσης στην επικράτεια.

Οι θεσμοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντα αναχαίτισης της δύναμής της και περιορισμού της μέσα στα κάστρα της. Αυτά μπορεί να διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα μόνο αν ανανεώνονται με υποστήριξη από τα έξω. Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, εφόσον ολοκληρωθεί, μπορεί να λειτουργήσει ως θεσμικό ανάχωμα απέναντι στη ΧΑ. Όμως χρειάζεται να υπάρξουν περισσότερα τέτοια αναχώματα, τα οποία θα κλείσουν τις στρόφυγγες τροφοδοσίας της οργάνωσης και θα συρρικνώνουν την κοινωνική της επιρροή.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Πρόληψη και αντιμετώπιση του εξτρεμισμού

Συζητάμε για τον εξτρεμισμού, αλλά πολύ λιγότερο για το πώς θα τον περιορίσουμε.
Βρισκόματε ακόμη στο διαπιστωτικό και περιγραφικό στάδιο, αλλά απέχουμε αρκετά από την εκπόνιση στρατηγικών που βάζουν φρένο στην εξάπλωσή του.
Κάνω αυτές τις σκέψεις διαβάζοντας την έρευνα με τίτλο Strategien gegen Rechtsextremismus (Στρατηγικές εναντίον του δεξιού εξτρεμισμού) που εξέδωσε το Ίδρυμα Bertelsmann το 2010. Είχε προηγηθεί το πρώτο κύμα της το 2005, που στόχο είχε να προτείνει τρόπους για την καλλιέργεια της ανεκτικότητας και την υπέρβαση των διακρίσεων σε μια εποχή που η άνοδος της επιρροής του φιλοναζιστικού NPD στη Γερμανία, σε περιοχές της πρώην DDR, είχε προκαλέσει ανησυχίες.
Οι τομείς της σχολικής εκπαίδευσης και της μαζικής ενημέρωσης ήταν τα δύο πεδία στα οποία προσανατολίστηκαν αρχικώς οι αναλύσεις. Οι προτάσεις που διατυπώθηκαν επικεντρώθηκαν αφενός στην ανάγκη ανακατεύθυνσης των προγραμμάτων σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αφετέρου στην ευαισθητοποίηση των μέσων ενημέρωσης, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η μαζική παρουσία μεταναστών και ο διευρυνόμενος πολιτισμικός πλουραλισμός στην καρδιά της Ευρώπης.
Ο δεύτερος τόμος ήταν εξ αρχής προσανατολισμένος στην πράξη: δεν επιδιωκόταν απλώς να υποδειχθούν νέες κατευθύνσεις στη λειτουργία καίριων κοινωνικών υποσυστημάτων (εκπαίδευση, μίντια), αλλά να αναδιαμορφωθούν τα πλαίσια της πολιτικής δράσης. Αυτά χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: εκείνο της πρόληψης και εκείνο της αντιμετώπισης του εξτρεμισμού.
Για την πρόληψη: ό,τι υποκινεί τον εξτρεμισμό (προκαταλήψεις-ρατσισμός-ξενοφοβία, κλειστές κοσμοεικόνες, φόβος-εχθρότητα-μίσος) μπορεί να απαξιωθεί δραστικά εάν μια πλούσια δοσολογία τριβής στην κοινωνική-πολιτισμική ανεκτικότητα δοθεί εγκαίρως σε παιδιά και εφήβους, όταν χτίζονται οι κοινωνικές αναπαραστάσεις και δημιουργούνται τα αξιακά πρότυπα.
Για την αντιμετώπιση: όσο πιο γρήγορα δημιουργηθούν ευκαιρίες κοινωνικής (επαν-)ένταξης σε εκείνους που πολιτισμικές, οικονομικές ή άλλες αιτίες τους έχουν οδηγήσει στο περιθώριο, τόσο ο εξτρεμισμός θα αποδυναμώνεται ως μέσον επίλυσης διαφορών και διαχείρισης των αντιθέσεων.
Τα μέσα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του εξτρεμισμού δεν είναι μαγικά και τα αποτελέσματά τους εκδηλώνονται με αργούς ρυθμούς. Αυτό δεν πρέπει να αποθαρρύνει, καθώς δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πρόταση. Εκείνοι που βιάζονται για άμεσα αποτελέσματα, που επιλέγουν «δυναμικές» απαντήσεις υποσχόμενοι «εξαΰλωση» των εξτρεμιστών, απλώς διαβρώνουν τα θεμέλια της δημοκρατικής συνύπαρξης και ακυρώνουν ό,τι θετικό θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή και να αποδώσει καρπούς στο μέλλον.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (16/11/2013, στήλη: Βιβλιοστάτες), http://www.efsyn.gr/?p=150267