Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Το Βήμα: Η πλατεία ήταν γεμάτη "αγανακτισμένους"


Κρίση αντιπροσώπευσης, απαξίωση πολιτικών προσώπων με το σκεπτικό «ίδιοι είναι όλοι», κορεσμός από προσωπικούς τακτικισμούς για ίδιον όφελος, προκύπτουν από την επιστημονική καταγραφή των απόψεων των Αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος. Στην έρευνα που αφουγκράστηκε όσα δηλώνουν, και κυρίως όσα πιστεύουν, οι συμμετέχοντες στο κίνημα του 2011, υπογραμμίζεται «το δημοκρατικό απόθεμά τους», ενάντια στον όποιο φόβο ήθελε τους Αγανακτισμένους ανατροπείς της έννομης τάξης, της ίδιας της Δημοκρατίας. Ποιοι είναι; Πού ανήκουν πολιτικά; Τι πιστεύουν για τη βία; Τι κοινά έχουν με τους Αγανακτισμένους της Πουέρτα δελ Σολ και της Νέας Υόρκης; Τα συμπεράσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν μόλις στις 11 Ιουλίου στο ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, στη Μαδρίτη, και αντανακλούν αγωνία για το μέλλον, αλλά και έντονη επιθυμία συμμετοχής στον δημόσιο βίο με δημοψηφίσματα και λαϊκές συνελεύσεις, στο πλαίσιο μιας αμεσότερης δημοκρατίας.

«Δικό μας πυρηνικό ερευνητικό ερώτημα υπήρξε όχι (μόνο) το ποιος και το γιατί συμμετείχε στις κινητοποιήσεις των πλατειών, αλλά κυρίως ποιες ήταν οι απόψεις και οι αντιλήψεις των ατόμων που συμμετείχαν όσον αφορά το κομματικό και πολιτικό σύστημα της ύστερης Μεταπολίτευσης, καθώς και ευρύτερα οι αντιλήψεις τους σε ζητήματα δημοκρατίας και δημοκρατικής διακυβέρνησης»τονίζει η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου.
Το δείγμα αποτελούν κατά 49,4% άνδρες και κατά 50,6% γυναίκες, ενώ κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του (30,8%) είναι νέοι 25-34 ετών. Οι ηλικιακές ομάδες 18-24 ετών, 35-44 ετών και 45-54 ετών διεκδικούν - ξεχωριστά η καθεμία - ποσοστό 17,9%, ενώ όσοι κινούνται ανάμεσα στα 55-64 έτη διαμορφώνουν ένα 12,8%. Οι άνω των 65 ετών αποτελούν το 2,6%.
Περισσότεροι από τους μισούς, ποσοστό 60%, διαθέτουν πτυχίο ΑΕΙ-ΤΕΙ, ενώ το 8% διαθέτει και μεταπτυχιακό τίτλο. Το 26% έχει ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση, ενώ το 6% είναι απόφοιτοι Δημοτικού.
Στο ερώτημα της «ιδεολογικής αυτοτοποθέτησης», το δείγμα απαντά σε ποσοστό 42,6% ότι «όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτα». Το 36,8% δηλώνει προσκείμενο στην Αριστερά, το 14,7% στην Κεντροαριστερά, το 1,5% στην Κεντροδεξιά, και στη Δεξιά το 4,4%.
Οι Αγανακτισμένοι στέκονται ένα βήμα πέρα από κόμματα και ιδεολογίες, εκφράζουν απαξίωση απέναντι σε διεφθαρμένα πολιτικά πρόσωπα, έχουν μία εξιδανικευμένη, ίσως και ρομαντική, προσδοκία για το δημοκρατικό πολίτευμα.
Οταν ερωτώνται για «τον τρόπο με τον οποίο θα επιθυμούσαν να λαμβάνονται οι αποφάσεις», οι συμμετέχοντες στο κίνημα της πλατείας δείχνουν προτίμηση στα δημοψηφίσματα και στις λαϊκές συνελεύσεις σε ποσοστό 58,5%, ένα διόλου αμελητέο ποσοστό τάσσεται υπέρ των εκλεγμένων κυβερνήσεων και των αντιπροσωπευτικών θεσμών, 24,4%, ενώ το 17,1% θέλει ελίτ ισχυρούς ηγέτες και τεχνοκράτες.
Η απαξίωσή τους πάντως για το πολιτικό σύστημα, ιδίως για τα πρόσωπα που το εκπροσωπούν, είναι έκδηλη στην ενότητα «Γνώμη για τα πολιτικά κόμματα». «Νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και εξαπατούν τους πολίτες» εκτιμά το 39%, «Είναι όλα ίδια» απαντά το 26,8%, «Τα κόμματα εξουσίας έχουν αποξενωθεί από τον λαό, αλλά τα μικρότερα κόμματα εκφράζουν καλύτερα τα αιτήματα των πολιτών» δηλώνει το 29,3%. Μόλις το 4,9% δίνει την πλέον συμβατική απάντηση «Τα κόμματα είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της δημοκρατίας».
Η μόνιμη επωδός «Είναι όλοι ίδιοι. Νοιάζονται μόνον για τον εαυτό τους» συναντάται και κατά τη διερεύνηση της «Γνώμης για τους πολιτικούς», σε ποσοστό 57,1%. Υψηλό ποσοστό, 40,5%, εκφράζει διαφορετική αλλά εξίσου αρνητική άποψη «Δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Πρωτίστως ενδιαφέρονται να επανεκλεγούν». Θετική γνώμη του τύπου «Δεν είναι όλοι ίδιοι ∙ υπάρχουν πολιτικοί που νοιάζονται για τα προβλήματα των πολιτών» εκφράζει μόλις το 2,4%.
Η Μαδρίτη και το κίνημα των Μ15
Η 15η Μαΐου, ημερομηνία έναρξης των κινητοποιήσεων στην Πουέρτα δελ Σολ της Μαδρίτης, έδωσε στους ισπανούς Αγανακτισμένους το δικό τους κωδικό όνομα: Μ15. «Η μαζικότητα αλλά και η δυναμική της επανάληψης των συγκεντρώσεων έκανε σαφές ότι το κίνημα των ισπανών Αγανακτισμένων ήλθε για να μείνει» σημειώνει ο κ. Κώστας Πιερίδης, εκ των ερευνητών που παρακολούθησαν τον Ιούλιο το ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και κατέγραψε τις απόψεις των Ισπανών για το κίνημα. «Η μαζικότητα σηματοδότησε βεβαίως την απουσία κάποιου ομογενοποιημένου στόχου, έκανε το κίνημα να διατυπώνει ερωτήματα και όχι να δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις. Από το σώμα των διαδηλωτών αναδύθηκε ένας ακτιβιστικός και ιδιαίτερος χαρακτήρας, για παράδειγμα ανδρώθηκε μια νέα μορφής "πάλη", αντίστοιχη του δικού μας "Δεν Πληρώνω", που αφορούσε την αστική ιδιοκτησία (Δεν πληρώνω το νοίκι μου ή τη δόση του στεγαστικού μου). Συγκριτικά, πάντως, αν θέλουμε να αναδείξουμε 3-4 κοινά χαρακτηριστικά του κινήματος ανά τον κόσμο, πρέπει να αναφερθούμε στον τρόπο οργάνωσής του, μέσω των social media, στον έντονα αντικομματικό χαρακτήρα του, αλλά και στην ειρηνική του φύση - παράμετρος πολύ σημαντική μετά το ύφος των μαζικών συγκεντρώσεων μετά τον Δεκέμβριο του 2008 στην Ελλάδα».

Η ταυτότητα της έρευνας
Την επιστημονική επιμέλεια της έρευνας είχε η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ στην ερευνητική ομάδα συγκαταλέγονται οι κυρίες Αναστασία Καφέ, υποψήφια διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, Ζωή Λευκοφρύδη, διδάκτωρ και εντεταλμένη διδάσκουσα του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Ρούλα Νέζη, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών και επισκέπτρια ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Twente της Ολλανδίας, καθώς και ο κ. Κώστας Πιερίδης, υποψήφιος διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου. Επελέγη η μέθοδος των ημιδομημένων συνεντεύξεων. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 90 συνεντεύξεις, εκ των οποίων αξιοποιήθηκαν οι 79. Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα σε όλο το εύρος της πλατείας Συντάγματος, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος όσον αφορά τις τυπικές και άτυπες ομάδες των συμμετεχόντων.


Η συνέχεια στην εφημερίδα:

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Ρατσισμός: συζήτηση




Intelligence2 Greece 

Μια συζήτηση για τον ρατσισμό (14.11.2011, Στέγη Γραμμάτων Ιδρύματος Ωνάση), με ομιλητές τους: Γρ. Βαλλιανάτο, Βασιλική Γεωργιάδου, Ν. Μπίστη, Κ. Παπαϊωάννου.

Το βίντεο της εκδήλωσης:


http://www.youtube.com/watch?v=MOgZFTsNlis&feature=plcp&fb_source=message

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Αποκλεισμός ή στιγματισμός της εξτρεμιστικής δεξιάς;


Το ερώτημα μας απασχολεί εσχάτως αρκετά: πόσος μιντιακός χωροχρόνος (πρέπει να) δίνεται στην εξτρεμιστική δεξιά; Το ζήτημα εμπεριέχει μια διάσταση διαγνωστική, έχει δηλαδή να κάνει με το πώς τα ΜΜΕ στη σημερινή συγκυρία καλύπτουν έργα και ημέρες του δεξιού εξτρεμιστικού χώρου· διαθέτει, όμως, και μια διάσταση δεοντολογική. Σε μια φιλελεύθερη-πλουραλιστική δημοκρατία θα μπορούσε να υπάρξει –για λόγους άμυνας της δημοκρατίας– κάποιος έλεγχος στην πληροφόρηση όσον αφορά τον λόγο και τη δράση οργανώσεων που κινούνται στο περιθώριο του δημοκρατικού πλαισίου;
Στην εγχώρια συζήτηση τείνουν, μέχρι στιγμής, να διαμορφωθούν δύο τάσεις όσον αφορά τις απαντήσεις στο αφετηριακό ζήτημα της κάλυψης των δράσεων των  εξτρεμιστών από τα Μίντια: η πρώτη τάση υποστηρίζει τον αποκλεισμό τους από τα ΜΜΕ και η δεύτερη την απεριόριστη έκθεσή τους σε αυτά. Οι οπαδοί της θέσης του αποκλεισμού υποστηρίζουν ότι η έλλειψη ορατότητας των εξτρεμιστών από το κοινό περιορίζει τη διείσδυση και την επιρροή τους σε αυτό. Αντιθέτως, οι υπέρμαχοι της θέσης της μιντιακής (υπέρ-)έκθεσης των δεξιών εξτρεμιστών έχουν την άποψη ότι όσο περισσότερο πληροφορείται το κοινό για τις ακραίες πράξεις, τον λόγο και τη συμπεριφορά τους, τόσο λιγότερο ελκύεται από όσα αυτοί πρεσβεύουν.
Και οι δύο προαναφερθείσες τοποθετήσεις, παρά το ότι είναι διαμετρικά αντίθετες, στηρίζονται σε μια κοινή παραδοχή, ότι δηλαδή η πολιτική-εκλογική απήχηση και επιρροή της εξτρεμιστικής δεξιάς είναι κατασκευάσιμη από τα ΜΜΕ. Αδιαμφισβήτητα, ο τρόπος που τα Μίντια καλύπτουν τη θεματική του εξτρεμισμού επηρεάζει το κοινό, αν και τα ΜΜΕ δεν επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο όλες τις κατηγορίες του κοινού, ούτε η οποιαδήποτε δυνατότητα επιρροής τους παραμένει αμετάβλητη στα διαφορετικά στάδια εκδήλωσης του εξτρεμιστικού φαινομένου.
•Καταρχάς να σημειωθεί ότι υπάρχει ένα κοινό που προσεγγίζει τον χώρο του δεξιού εξτρεμισμού πολύ πριν αυτός προσελκύσει το ενδιαφέρον της TV και του Τύπου. Χωρίς να αποκλείουμε τυχαίους παράγοντες, μια αυταρχική δομή προσωπικότητας (Th. Adorno) και ένας κλειστός τρόπος σκέψης (M. Rokeach) αποτελούν συνήθη χαρακτηρολογικά στοιχεία του κοινού αυτού. Όσο διάστημα ο χώρος του δεξιού εξτρεμισμού δημιουργεί τα «κάστρα» του, απευθυνόμενος προπάντων σε μια τέτοια κατηγορία κοινού, δεν επιδιώκει και δεν χρειάζεται (ίσως να βλάπτεται κιόλας από) την ορατότητά του στα Μίντια. Αλλά ούτε τα Μέσα έχουν τότε δημοσιογραφικό ή εμπορικό ενδιαφέρον να προβάλλουν γκρουπούσκουλα από τον χώρο της εξτρεμιστικής δεξιάς, καθώς δεν υπάρχει κάποιο κοινό που να δείχνει γι’αυτά ενδιαφέρον.
••Η «μεσοποίηση» γίνεται σημαντικός παράγοντας για τον δεξιό εξτρεμισμό όταν πλέον έχει αποκτήσει μια σχετικώς στέρεη τοπική βάση και επιδιώκει να εξακτινωθεί από το «κάστρο» του σε μια ευρύτερη σκηνή σε ολόκληρη την επικράτεια. Στην φάση της «εξακτίνωσής» τους, καθώς αναζητούν νέες κατηγορίες κοινού, είναι τα Μέσα εκείνα που μπορούν να τους διευκολύνουν ώστε να αποκτήσουν την αναγκαία θέαση στο γενικό κοινό. Aκριβώς στην περίοδο του πολιτικού-εκλογικού take off, εάν τα Μέσα θα καλύψουν την ακόμη υπό διαμόρφωση νέα πραγματικότητα ή θα την αγνοήσουν, είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την πορεία του εξτρεμισμού που θα κρίνει την είσοδό του στην κεντρική πολιτική σκηνή ή, αντιθέτως, την παραμονή του στο περιθώριο.
•••Άπαξ, ωστόσο, οι οργανώσεις και τα στελέχη του εξτρεμιστικού χώρου εγκαταλείψουν το πολιτικό περιθώριο, σημασία για την παγίωση τους στην πολιτική σκηνή έχει κυρίως ο τρόπος και η έκταση της κάλυψής τους από τα ΜΜΕ: ο καλλωπισμός και μια “ενημερωδιασκεδαστικού” τύπου αντιμετώπισή τους αποουσιαστικοποιεί τον εξτρεμισμό· αλλά και η δαιμονοποίησή τους κατασκευάζει παραστάσεις ισχύος και επιρροής μεγαλύτερες από εκείνες που ο συγκεκριμένος χώρος διαθέτει. Εν τέλει, όσο πιο πολύ και πιο κοινότοπα παρουσιάζονται οι εξτρεμιστές από τα Μέσα, τόσο περισσότερο ένα μέρος του κοινού ανέχεται και εξοικειώνεται με τον εξτρεμισμό τους.
Η (υπέρ-)έκθεση των δεξιών εξτρεμιστών στα Media υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξει σε άλλοθι: όσοι εμφανίζουν εκλεκτικές συγγένειες με τέτοιες αντιλήψεις να θεωρήσουν την κάλυψη αυτή ως συνώνυμη μιας ευρείας κοινωνικής απήχησης. Μια τέτοια συνεπαγωγή (ευρεία κάλυψη από τα ΜΜΕ = ευρεία απήχηση των δεξιών εξτρεμιστικών ιδεών και πρακτικών στην κοινωνία) θα μπορούσε, επιπλέον, να λειτουργήσει ως άλλοθι για τη διεύρυνση των πρακτικών εξτρεμισμού, οποιοδήποτε ιδεολογικό-πολιτικό πρόσημο κι αν αυτές διαθέτουν. Πολλοί –με πονηρία ή αφέλεια– θα σκεφτούν: εφόσον οι εξτρεμιστές βρίσκονται στο προσκήνιο της δημοσιότητας και τυγχάνουν της δημόσιας προσοχής, τούτο σημαίνει ότι για να προβάλεις τις θέσεις σου και, ενδεχομένως, να επιτύχεις τους στόχους σου δεν έχεις παρά να μιμηθείς το πολιτικό στυλ μιας ακραίας ομάδας. Τα μιμητικά φαινόμενα που παρατηρούνται στους νέους σήμερα σε σχέση με πρακτικές βίας εκφράζουν περισσότερο συμφωνία στο μέσον της πράξης (βία) παρά στο περιεχόμενο της πράξης αυτής.
Προφανώς το κοινό δεν είναι τόσο παθητικό και επιρρεπές στη χειραγώγιση, όσο πολλοί πιστεύουν, αλλά ούτε και ανεπηρέαστο από την ατζέντα των Μίντια όσον αφορά τα θέματα που θα λάβει υπόψη του διαμορφώνοντας τη δική του γνώμη για τη συγκυρία (βλ. Ν. Δεμερτζής). Επιπλέον, το δικό του κοινωνικο-πολιτισμικό υπόβαθρο θα καθορίσει εντέλει τη δεκτικότητά του απέναντι σε ό,τι κάνουν τα Μίντια ορατό. Χωρίς να αποτελούν αναχώματα, τα Μέσα έχουν τη δική τους ευθύνη, ιδίως σε συγκυρίες που εξαπλώνεται ο εξτρεμισμός: στο όνομα μιας τέτοιας ευθύνης χρειάζεται να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε μια λελογισμένη προβολή οργανώσεων και πολιτικών προσώπων που κινούνται στο περιθώριο της δημοκρατικής τάξης, καθώς και στην αυστηρή τήρηση μιας δεοντολογίας που δεν θα παραβιάζεται χάριν της εμπορικότητας των Μέσων. Δυστυχώς η εγκατασταση ενός είδους “υγειονομικής ζώνης” (cordon sanitaire) γύρω από την εξτρεμιστική δεξιά καθίσταται ολοένα και δυσκολότερη καθώς αυξάνονται τα εκλογικά ποσοστά και η απήχησή της στο κοινό.

Οργανώσεις και πολιτικοί που ασκούν βία ή που προτρέπουν άλλους στη χρήση της, όσοι στρέφονται κατά των αρχών της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατίας, ακόμη κι αν εκπροσωπούνται σε αντιπροσωπευτικά σώματα, χρειάζεται να απομονωθούν ώστε το θεσμικό οικοδόμημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας να μην μολυνθεί από ακραίες πρακτικές. Όμως, μήπως, η απομόνωση αυτή είναι πιο αποτελεσματική όταν αντί για αμφίβολης αποτελεσματικότητας (και δημοκρατικότητας) νομικές απαγορεύσεις δοκιμάζεται έμμεσα, δηλαδή με τον περιορισμό των δομών πολιτικής ευκαιρίας και με τον στιγματισμό όσων μετέρχονται τέτοιων πρακτικών; 


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μεταρρύθμιση, 3 Νοέμβρίου 2012
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=13592&sw=1366