Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Τι να κάνει η δημοκρατία με τους εχθρούς της; - γνώμες


Παρότι συχνά η ρητορική και το κλίμα πόλωσης έχουν επικρατήσει στην πολιτική σκηνή, ωστόσο η κομματική σύγκλιση στο κέντρο του ιδεολογικού άξονα, ιδίως μετά το 2000 και η απουσία εξτρεμιστών δημιούργησαν συνθήκες σταθερότητας της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η κατάσταση σταθερότητας δεν διαταράχθηκε ούτε από την εξακολουθητική ύπαρξη αντισυστημικών δυνάμεων (ΚΚΕ), ούτε από την συγκυριακή ενίσχυση ενός κόμματος της λαϊκιστικής ακροδεξιάς (ΛΑ.Ο.Σ.) στο κομματικό σύστημα. Ο ΛΑ.Ο.Σ. διέθετε χαρακτηριστικά κόμματος διαμαρτυρίας και γνωρίσματα μιας –κατά G. Sartori – «ήπιας αντισυστημικότητας»· όσον αφορά το ΚΚΕ, παρά την «ευρεία αντισυστημικότητά» του, η απόρριψη από αυτό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έγινε με μέσα (έστω οριακά) αποδεκτά από το δημοκρατικό σύστημα.
Αυτή η κατάσταση της πολιτικής-θεσμικής σταθερότητας αλλάζει δραματικά: ο κεντρώος χώρος αποδυναμώνεται και ο δεξιός εξτρεμισμός έχει διεισδύσει στην πολιτική αρένα. Το ένα φαινόμενο δεν είναι ανεξάρτητο από το άλλο: όσο αποσυντίθεται το Κέντρο τόσο παρατηρούνται φυγόκεντρες τάσεις προς τα άκρα. Κινδυνεύουμε να βρεθούμε ενώπιον μιας δικόρυφης κατανομής κομμάτων και ψηφοφόρων που θα προκαλέσει προβλήματα κυβερνητικότητας και κοινωνικής αστάθειας.
Πώς αντιμετωπίζονται τέτοιες καταστάσεις; Πάντως, όχι απομονώνοντας τη μια διάσταση του προβλήματος (τον δεξιό εξτρεμισμό) από την πραγματικότητα της πόλωσης και της κρίσης του κεντρώου / κεντροδεξιού χώρου· επίσης, όχι χρησιμοποιώντας μόνο ή κυρίως θεσμικά-δικαιικά εργαλεία απέναντι στον δεξιό εξτρεμισμό· τέλος, όχι δια της υπεκφυγής, μη λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους για την περιγραφή της κατάστασης.
Ο Νόμος
Η Χρυσή Αυγή είναι ένα δεξιό εξτρεμιστικό κόμμα, φιλοναζιστικό και ρατσιστικό όσον αφορά τον ιδεολογικό της προσανατολισμό, που χρησιμοποιεί ανοικτά φυσική βία στρεφόμενη πρωτίστως εναντίον των μεταναστών και εθνικο-κοινωνικών μειονοτήτων. Κάθε κλειστή και αδιαφανής οργάνωση, η οποία συστηματικά χρησιμοποιεί βία εναντίον συγκεκριμένων στόχων, διαπράττει αξιόποινες πράξεις που πιθανότατα εμπίπτουν στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα περί «σύστασης και συμμορίας», όπως επισημαίνουν νομικοί.  Η προσφυγή στη δικαιοσύνη, ακόμη και η καταδίκη μιας πολιτικής οργάνωσης (εν προκειμένω της Χρυσής Αυγής) με ανάλογο σκεπτικό, δεν θα αναιρούσε τους λόγους που δημιούργησαν συνθήκες κινητοποίησης υπέρ των εξτρεμιστών σε μερίδα του εκλογικού σώματος. Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος, στους λόγους αυτούς να προστεθούν και άλλοι που σχετίζονται με τη νέα αρένα στην οποία θα μεταφερθεί η αντιπαράθεση εξτρεμιστών και πολιτείας, καθώς και με τον τρόπο που η οργάνωση (εμφανιζόμενη ως διωκόμενη) θα επιδιώξει να αξιοποιήσει προς όφελός της τη διαμάχη.
Τα ΜΜΕ
Το σημείο αυτό είναι κρίσιμο, μια και η έξοδος των δεξιών εξτρεμιστών από το πολιτικό περιθώριο προϋποθέτει την απόκτηση ορατότητας στα ΜΜΕ. Όσο η Χρυσή Αυγή ήταν εκλογικά ασήμαντη, η κάλυψη της δράσης της ήταν ανύπαρκτη. Σήμερα η Χρυσή Αυγή έχει ανάγκη τα Μίντια και ο τρόπος κάλυψής της από αυτά είναι παράγοντας κρίσιμος για την πορεία της. Επί του παρόντος παρατηρούνται δύο τρόποι μιντιακής κάλυψης της Χρυσής Αυγής: ο καλλωπισμός και μια “ενημερωδιασκεδαστικού” τύπου αντιμετώπιση από μια λούμπεν-δημοσιογραφία που αποουσιαστικοποιεί το εξτρεμιστικό πλαίσιο της οργάνωσης αφενός και η δαιμονοποίηση που κατασκευάζει παραστάσεις πολιτικής ισχύος πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που ο χώρος διαθέτει αφετέρου. Τα Μέσα έχουν τη δική τους ευθύνη, ιδίως σε συγκυρίες που εξαπλώνεται ο εξτρεμισμός: στο όνομα μιας τέτοιας ευθύνης χρειάζεται να δεσμευτούν σε ένα στυλ κάλυψης της οργάνωσης, με γνώση και υλικό που θα ελέγχεται από αυτά και δεν θα επικεντρώνεται στα πρόσωπα των εξτρεμιστών ούτε θα εμπεριέχει αναπαραγωγή πράξεων βίας που αποδεδειγμένα έχουν μιμητικό αντίκτυπο στο κοινό.
Τα Κόμματα
Ιθύνοντες της δημόσιας ζωής σκέφτονται το ενδεχόμενο απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής. Με δεδομένο ότι τα νομικά επιχειρήματα είναι ισχνά, ο κίνδυνος η οργάνωση να εισπράξει ως νομιμοποίηση το θεσμικό έλλειμμα μιας αμυνόμενης δημοκρατίας, είναι ορατός. Αντί για σενάρια απαγορεύσεων, οι κομματικοί ιθύνοντες ας αναλογιστούν πώς θα κλείσουν τη στρόφιγγα ψηφοφόρων τους προς τη Χρυσή Αυγή. Εν μέσω κρίσης, θα αναρρωτηθεί κανείς;  Ναι, εν μέσω κρίσης, μια και οι μισοί περίπου ψηφοφόροι της οργάνωσης είναι παλιότεροι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑ.Ο.Σ. Από την εποχή του Ελληνικού Συναγερμού η δεξιά παράταξη λειτουργούσε ως ομπρέλα του ευρύτερου δεξιού χώρου, των εκδοχών της μετεμφυλιακής ακροδεξιάς περιλαμβανομένων. Στη Μεταπολίτευση ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανανέωσε αυτή τη στρατηγική της “εργαλειακής ενσωμάτωσης” στη ΝΔ ψηφοφόρων που κινούνταν σε ένα πολύ ευρύ φάσμα από τον φιλελεύθερο χώρο μέχρι τη φιλοχουντική ακροδεξιά. Η Χρυσή Αυγή υπήρξε επί δύομιση δεκαετίας ένα κάτι λιγότερο από ασήμαντο μόρφωμα. Η επανακατάκτηση όσων την ψήφισαν είναι ο στόχος της δημοκρατίας σήμερα και όχι σκιαμαχίες με μορφώματα περιθωρίου. 

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Από τον ΛΑΟΣ στη Χρυσή Αυγή



των Β. Γεωργιάδου, Α. Καφέ, Ρ. Νέζη, Κ. Πιερίδη (ARB, τ. 30, Ιούνιος 2012)

Οι εκλογές της 6ης Μαΐου προκάλεσαν σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της Μεταπολίτευσης: κατακρήμνιση των δυνάμεων του δικομματισμού, εντυπωσιακή άνοδος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αύξηση της αποχής, καθώς και ενίσχυση της εθνικο-λαϊκιστικής αλλά και της εξτρεμιστικής δεξιάς είναι ορισμένες από τις κυριότερες εκδηλώσεις αυτών των αλλαγών. Όλα τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία ενός πολιτικού-κομματικού συστήματος σε κρίση, τα οποία θα πρέπει καταρχάς να αναλυθούν ως σχετικά αυτόνομες πραγματικότητες της πολιτικής κονίστρας προκειμένου να γίνει αντιληπτή η ποιότητα και το υπόβαθρο της όλης μεταβολής. H επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας στις 17 Ιουνίου αποτελεί συνέπεια της ασυνεννοησίας των πολιτικών-κομματικών δυνάμεων και εκδήλωση αστάθειας του πολιτικού-κομματικού συστήματος. Εκ των πραγμάτων, ωστόσο, οι επαναληπτικές εκλογές προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία προκειμένου να ελεγχθούν –με τη βοήθεια πραγματικών εκλογικών δεδομένων που θα προκύψουν– η έκταση, το βάθος και οι αιτίες των αλλαγών που σημειώθηκαν στην πολιτική σκηνή.

Στο κείμενό μας επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ακραίου δεξιού πόλου: η εκλογική πτώση του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (ΛΑΟΣ), η εμφάνιση των Ανεξάρτητων Ελλήνων (ΑΝΕΛ), ενός κόμματος με εθνικιστικό και έντονα λαϊκιστικό λόγο που προέκυψε και αυτό –όπως είχε συμβεί με τον ΛΑΟΣ– από τα σπλάχνα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ), κυρίως όμως η άνοδος της Χρυσής Αυγής (ΧΑ), είναι τα θέματα που μας απασχολούν παρακάτω. Η ΧΑ αποτελεί ένα δεξιό-εξτρεμιστικό κόμμα. Στη βιβλιογραφία, κόμματα όπως αυτό, διακρίνονται από εκείνα της ριζοσπαστικής και της νεολαϊκιστικής δεξιάς, με τον ΛΑΟΣ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες να αποτελούν τυπικά παραδείγματα μιας τέτοιας τάσης στην εγχώρια κομματική σκηνή.

Ριζοσπαστικά και εξτρεμιστικά δεξιά κόμματα

Τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα είναι προπάντων λαϊκιστικά και εθνικιστικά, υπερα-σπίζονται πολιτικές του «νόμου και της τάξης», είναι ξενοφοβικά και αντιμεταναστευτικά, ιδίως αντιισλαμικά, είναι κόμματα που ποντάρουν στη διάθεση διαμαρτυρίας των πολιτών επιχειρώντας να διογκώσουν την υπάρχουσα αντίδραση κατά του πολιτικού-οικονομικού «κατεστημένου», το οποίο λεκτικά καταγγέλλουν αλλά ενίοτε πρακτικά δεν διστάζουν και να συμπορευτούν μαζί του, συντηρώντας με τον τρόπο αυτό ένα αμφίσημο προφίλ: κατά του συστήματος μεν, αλλά όμως όχι έξω από το σύστημα αυτό.

Το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία, το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, το Λαϊκό Κόμμα στη Δανία, το Κόμμα για την Ελευθερία στην Ολλανδία, οι Ρεπουμπλικάνοι στη Γερμανία, το Κόμμα της Προόδου στη Νορβηγία και το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα αποτελούν μερικές ιδιαιτέρως χαρακτηριστικές περιπτώσεις κομμάτων αυτής της κομματικής οικογένειας. Μάλιστα, σχεδόν όλα τα προαναφερθέντα όχι μόνο απέσπασαν υψηλά ποσοστά σε βουλευτικές, ευρωπαϊκές ή περιφερειακές εκλογές, αλλά έχουν μετάσχει σε κυβερνητικά σχήματα (Αυστρία, Ελβετία) ή έστω έχουν στηρίξει κοινοβουλευτικά (Δανία, Ολλανδία, Νορβηγία) κυβερνήσεις συνεργασίας.

Τα εξτρεμιστικά δεξιά κόμματα ανήκουν σε ένα άλλο, όμορο μεν με το προηγούμενο αλλά και διακριτό, πολιτικό υποπεδίο. Πρόκειται για κόμματα αντικοινοβουλευτικά και αντιδημοκρατικά, που συχνά χρησιμοποιούν βία (ή δεν αποκλείουν τη χρήση της) ως μέσο άσκησης της πολιτικής δράσης, στρεφόμενα ιδίως εναντίον των μεταναστών και των εθνικών και κοινωνικών μειονοτήτων. Επίσης, είναι κόμματα υπερεθνικιστικά και φυλετικά, που ιεραρχούν τους πολιτισμούς και τις εθνότητες βάσει ψευδοβιολογικών κριτηρίων (λ.χ. για «φυλή» μιλά ανοικτά η Χρυσή Αυγή). Επιπλέον είναι αντικομμουνιστικά, αντικαπιταλιστικά και αντισυστημικά, αλλά καθώς πρόκειται για κόμματα με ισχυρά ιδεολογικά φορτία, δεν μπορούν να λειτουργήσουν –τουλάχιστον όχι για πολύ– ως τυπικά κόμματα διαμαρτυρίας, όπως συμβαίνει με τα ριζοσπαστικά κόμματα της άκρας δεξιάς. Τυπικά παραδείγματα κομμάτων του δεξιού εξτρεμισμού είναι το γερμανικό NPD, το ιταλικό MSI (αλλά όχι η Εθνική Συμμαχία του Τζ. Φίνι) και η Χρυσή Αυγή.

Πολλοί αποκαλούν τα κόμματα της εξτρεμιστικής δεξιάς «νεοναζιστικά» και «νεοφασιστικά». Είμαστε επιφυλακτικοί στη χρήση των εννοιών αυτών, παρότι γνωρίζουμε τις ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειές τους με τον ιστορικό φασισμό και τον ναζισμό (βλ. σχ. Π. Μιλζά), καθώς οι όροι αυτοί δεν βοηθούν την ανάλυση, ενώ απομειώνουν τη μοναδικότητα που είχαν οι ολοκληρωτισμοί της δεκαετίας του 1930. Σαφώς, ωστόσο, τα δεξιά εξτρεμιστικά κόμματα είναι φιλο-φασιστικά και φιλο-ναζιστικά, τα οποία επικροτώντας αναθεωρητικές εκδοχές της ιστορίας του ναζισμού ή και αρνούμενοι καθ’ ολοκληρίαν τις πιο βάρβαρες πτυχές αυτής της ιστορίας (Ολοκαύτωμα), καλλιεργούν νοσταλγία για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, τους ηγέτες και τις ιδεολογικές πλαισιώσεις των καθεστώτων αυτών. 
Από το πολιτικό περιθώριο στο οποίο βρισκόταν σχεδόν επί δύο δεκαετίες, με το αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου η Χρυσή Αυγή βρέθηκε στο προσκήνιο. Η άνοδος στην κεντρική πολιτική σκηνή ενός δεξιού εξτρεμιστικού κόμματος αποτελεί ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο στην πολιτική και εκλογική ιστορία της Μεταπολίτευσης. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι ωστόσο ένα νέο κόμμα. Πρωτοεμφανίστηκε ως οργάνωση που εξέδιδε το ομότιτλο περιοδικό ήδη στη δεκαετία του 1980 και μέχρι τώρα έχει συμμετάσχει αρκετές φορές σε εκλογικές διαδικασίες πρώτης (βουλευτικές) και δεύτερης τάξης (ευρωεκλογές, περιφερειακές), χωρίς να σημειώσει κάποιο στοιχειωδώς αξιόλογο εκλογικό ποσοστό, με εξαίρεση εκείνο των εκλογών για τον Δήμο της Αθήνας τον Νοέμβριο 2010. Οι εκλογές εκείνες ήταν το πρελούδιο των τελευταίων, στις οποίες η Χρυσή Αυγή υπερπολλαπλασίασε το εκλογικό της ποσοστό συγκριτικά με εκείνο των βουλευτικών εκλογών του 2009 φθάνοντας στο 6,9%, που αντιστοιχεί σε 440 χιλ. ψήφους, δηλαδή 420 χιλ. ψήφους περισσότερες από ό,τι είχε λάβει το 2009. 

Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ο κομματικός φορέας που μέχρι τώρα –σε επίπεδο κομματικού συστήματος– είχε αναλάβει την αποκλειστική εκπροσώπηση ιδεών και πολιτικών οι οποίες στο υπάρχον ιδεολογικό φάσμα τοποθετούνται δεξιότερα της ΝΔ ήταν ο ΛΑΟΣ. Στις εκλογές της 6ης Μαΐου το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη υπέστη μια σοβαρή ήττα και μείωση των ποσοστών του κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι 203 χιλ. ψήφους λιγότερες από το 2009, ενώ από το 2004 μέχρι το 2009 ο ΛΑΟΣ αύξανε διαρκώς την εκλογική του δύναμη κατά σχεδόν 100.000 ψήφους ανά εκλογική αναμέτρηση. Ταυτοχρόνως, στο ακραίο δεξιό υποπεδίο του κομματικού συστήματος, μεταξύ της ΝΔ και της ΧΑ, εγκαταστάθηκαν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, εν μέρει αναπληρώνοντας με τις 10,6 ποσοστιαίες μονάδες και τις 670 χιλ. ψήφους που απέσπασαν την εκλογική καθίζηση της ΝΔ και του ΛΑΟΣ. 
Πού οφείλεται η πολυδιάσπαση του ακραίου δεξιού κομματικού πόλου και τι σηματοδοτεί η εκλογική διακύμανση προς τα επάνω (ΧΑ, ΑΝΕΛ) και προς τα κάτω (ΛΑΟΣ) ακροδεξιών κομματικών σχηματισμών; 

Αιτίες της εκλογικής ανόδου της άκρας δεξιάς
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι αρκετά και οι απαντήσεις τους διόλου εύκολο να δοθούν. Ας κάνουμε μια αρχή επιχειρώντας να ταξινομήσουμε τις ερωτήσεις και τις πιθανές απαντήσεις στη βάση μιας διάκρισης που έχει καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ανάμεσα σε «θεωρίες της προσφοράς» και «θεωρίες της ζήτησης» (supply-side και demand-side theories). Οι πρώτες αναλύουν καταρχάς τη δομή των πολιτικών ευκαιριών, όπως αυτή διαμορφώνεται σε μια κοινωνική, πολιτική και οικονομική συγκυρία (πρόκειται για τις «θεωρίες της εξωτερικής προσφοράς» σύμφωνα με μια κατηγοριοποίηση του Κ. Μούντε). Στο ίδιο γενικό θεωρητικό πλαίσιο αναλύονται και οι πολιτικές-εκλογικές στρατηγικές όπως και οι οργανωτικές δομές των κομμάτων, στην προσπάθειά τους αυτά να επικρατήσουν έναντι των αντιπάλων τους και να προκαλέσουν μια μετακίνηση ψηφοφόρων από τα αντίπαλα κόμματα στο δικό τους κομματικό πεδίο (πρόκειται για τις θεωρίες της λεγόμενης «εσωτερικής προσφοράς»). Οι δεύτερες («θεωρίες της ζήτησης») επικεντρώνονται στην πλευρά του εκλογικού σώματος και επιχειρούν να εξηγήσουν τις πολιτικές και τις κομματικές επιλογές του, με άλλα λόγια επιδιώκουν να απαντήσουν στο «κλασικό» ερώτημα της εκλογικής κοινωνιολογίας «ποιος ψηφίζει, τι και γιατί».

Αναλύοντας τα δεδομένα από την πλευρά καταρχάς της προσφοράς, θα σταθούμε σε τρία σημεία που θεωρούμε ότι έχουν αναλυτικό ενδιαφέρον για την ελληνική περίπτωση: 
α) στη συγκυρία της κρίσης και στο περιβάλλον που αυτή διαμορφώνει για την άνοδο της ακροδεξιάς,
β) στις στρατηγικές των άλλων κομμάτων, της ΝΔ προπάντων, έναντι της άκρας δεξιάς, και 
γ) στην ίδια την άκρα δεξιά, στις οργανωτικές της δομές και τα πρότυπα κομματικής ηγεσίας που διαθέτει, καθώς και την επίδρασή τους στους εκλογείς.

α) Η κρίση ως φόντο για την άνοδο της άκρας δεξιάς
Είναι η κρίση γενικότερα και η οικονομική κρίση ειδικότερα μοχλός ενίσχυσης της άκρας δεξιάς; Πολλοί θεωρούν μια καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό ως απολύτως αυτονόητη. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι συχνά πιο σύνθετη από τις υπερπλουστεύσεις της. Καταρχάς τα κόμματα της άκρας δεξιάς ενδυναμώθηκαν μέχρι τώρα μάλλον σε εποχές ευημερίας και όχι κρίσης. Είναι κόμματα-παράγωγα του μετα-βιομηχανισμού και του μετα-υλισμού, όπως βεβαιώνει ο Π. Ιγνιάτσι, μιας εποχής δηλαδή που τα οικονομικά διακυβεύματα γενικότερα είχαν υποχωρήσει ενώπιον των αξιακών ανακατευθύνσεων των βιομηχανικά αναπτυγμένων κοινωνιών των αρχών της δεκαετίας του 1960. Η διασύνδεση (οικονομικής) κρίσης και ενίσχυσης των άκρων έχει τις ρίζες της σε παρερμηνείες της κοινωνικής υποστήριξης των ολοκληρωτικών καθεστώτων της δεκαετίας του 1930, για τα
οποία ερευνητικά δεδομένα (Γ. Φάλτερ κ.ά.) έχουν καταδείξει, ωστόσο, ότι δεν ήταν προπάντων οι πιο φτωχοί ούτε οι άνεργοι που υποστήριξαν τα καθεστώτα αυτά. Είναι ενδεικτικό ότι η ΧΑ συμμετείχε στις εκλογικές διεργασίες το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, όταν το εγχώριο πολιτικό-κομματικό σύστημα είχε ταρακουνηθεί συθέμελα προκαλώντας αστάθεια και ακυβερνησία. Ούτε η ΧΑ ούτε και κάποιο άλλο κόμμα της άκρας δεξιάς είχε επωφεληθεί τότε από εκείνη τη συγκυρία. Εκτός αυτού, όπως πρόκειται να δείξουμε, η ταξική προσέγγιση δεν αντέχει στην ανάλυση του εκλογικού σώματος της Χρυσής Αυγής. Οι εκλογείς της είναι κοινωνικά-επαγγελματικάαρκετά ετερογενείς, γεγονός που αποδυναμώνει το επιχείρημα περί μιας θετικής συνάρτησης μεταξύ συνεπειών της οικονομικής κρίσης (ανεργία) και δεξιάς εξτρεμιστικής στροφής της κοινωνίας.

β) Οι στρατηγικές της δεξιάς απέναντι στην άκρα δεξιά 
Αφού οι θεωρίες της εξωτερικής προσφοράς δεν προάγουν ιδιαιτέρως τις ερμηνείες σχετικά με την άνοδο της εξτρεμιστικής δεξιάς γενικότερα και της ΧΑ ειδικότερα, ας στρέψουμε την προσοχή μας στις θεωρίες της εσωτερικής προσφοράς, ρίχνοντας φως στις στρατηγικές της κεντροδεξιάς απέναντι στην άκρα δεξιά.
Μετά την εκλογή του Α. Σαμαρά στην ηγεσία της, η ΝΔ εγκατέλειψε τις δοκιμασμένες στρατηγικές που μέχρι τότε ακολουθούσε απέναντι στα ακροδεξιά κόμματα. Τέτοια κόμματα, όπως π.χ. ήταν η Εθνική Παράταξη στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τα είχε απορροφήσει στη ΝΔ, τηρώντας ωστόσο σαφείς αποστάσεις από την πολιτική ατζέντα τους. Έτσι, παρότι το 1980, λίγο πριν την μετακίνηση του Καραμανλή στην προεδρία, βουλευτές και στελέχη της Εθνικής Παράταξης απορροφήθηκαν στη ΝΔ, η ίδια σαφώς διακρινόταν από την ατζέντα της ακροδεξιάς υποστηρίζοντας θέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες σε όλα τα μείζονος σημασίας πολιτικά ζητήματα της εποχής (Ευρώπη, ΝΑΤΟ, Κομμουνιστικό Κόμμα).  Είκοσι χρόνια μετά ο Κώστας Καραμανλής έκανε κάτι διαφορετικό στο πλαίσιο ωστόσο της ίδιας λογικής: αν και στιγμάτιζε τα άκρα λεκτικά και παρότι διέγραψε ακροδεξιούς από τη ΝΔ, ωστόσο υπερασπίστηκε κάποια σημαντικά διακυβεύματά τους (π.χ. ήγειρε βέτο κατά της ένταξης της FYROM στο ΝΑΤΟ όπως ζητούσε ο ΛΑΟΣ), προκειμένου να σταματήσει διαρροές ψηφοφόρων προς τον ΛΑΟΣ και να ξανακερδίσει τις εκλογές του 2007, όταν τα πράγματα για τη ΝΔ άρχισαν να γίνονται δύσκολα και η διαφορά από το ΠΑΣΟΚ οριακή.

Οι δύο αυτές στρατηγικές, της «συμπεριληπτικής οριοθέτησης» (Κωνσταντίνος Καραμανλής) και της «επιλεκτικής διαφοροποίησης» (Κώστας Καραμανλής), δημιουργούσαν αναχώματα της κεντροδεξιάς απέναντι στην ακροδεξιά. Όμως, μετά τις εκλογές του 2009, η ΝΔ έγινε διάτρητη: και ενέταξε στο εσωτερικό της συνιστώσες της ακραίας δεξιάς (στελέχη του Δικτύου 21) και οικειοποιήθηκε τη θεματολογία τους (π.χ. στο ζήτημα της πολιτογράφησης των μεταναστών και του ονόματος της FYROM η ΝΔ του Α. Σαμαρά δεν διακρινόταν από τον ΛΑΟΣ). Μια τέτοια στάση συμπερίληψης της άκρας δεξιάς και έλλειψης διαφοροποίησης από τα διακυβεύματά της έκανε τη ΝΔ ευάλωτη προς κάθε κατεύθυνση: προς το Κέντρο που το έτρεψε σε φυγή αναγκάζοντας τους εκλογείς του να αναζητήσουν άλλες κομματικές-εκλογικές εναλλακτικές, αλλά και προς τον ακροδεξιό χώρο που τον αποδαιμονοποίησε μετατρέποντας την εκλογική επιλογή ενός ακροδεξιού κόμματος από ψηφοφόρους της ΝΔ σε μια κανονική επιλογή. Αυτός είναι ο βασικός λόγος της δραματικής ήττας της στις 6 Μαΐου με πολλαπλές αμφίδρομες απώλειες από την αριστερά μέχρι την κεντροδεξιά (ΣΥΡΙΖΑ, Δημοκρατική Συμμαχία, Δράση) και από τη ριζοσπαστική μέχρι την εξτρεμιστική δεξιά (ΑΝΕΛ, ΧΑ).

γ) Οργανωτικές και αρχηγικές δομές στον ακροδεξιό χώρο
Ας εξετάσουμε, τέλος, τις θεωρίες της εσωτερικής ζήτησης όχι από την πλευρά των όμορων κομμάτων προς την άκρα δεξιά, αλλά από τη δική της πλευρά: πώς είναι οργανωμένη και ποιες είναι οι αρχηγικές δομές που επικρατούν στα διάφορα μορφώματα της άκρας δεξιάς (βλ. Ντ. Αρτ). Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο σημείο μια και γενικώς στη μελέτη του ακροδεξιού φαινομένου καθοριστικός θεωρείται ο ρόλος που διαδραματίζουν οι πολιτικές ηγεσίες στα κόμματα του συγκεκριμένου χώρου. Είναι γεγονός ότι τα κόμματα αυτά είναι προσωποκεντρικά, και μάλιστα συχνά διαθέτουν προβεβλημένες ή και χαρισματικές ηγεσίες.

Στη βιβλιογραφία (Κ. Μούντε) γίνεται λόγος για δύο τύπους ηγεσίας: εκείνη που προβάλλει το κόμμα προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τη δημοσιότητα και εκείνη που προωθεί τη θεσμοποίηση και σταθεροποίηση του κόμματος στο εσωτερικό του. Η ηγεσία που διαθέτει ο ΛΑΟΣ ανήκει στον πρώτο τύπο και εκείνη της ΧΑ στον δεύτερο τύπο. Για να το διατυπώσουμε αλλιώς: ο Γ. Καρατζαφέρης έφερε το κόμμα του κοντά και μέσα στα Media και το κατέστησε γνωστό από τις συνεχείς παρουσίες του ιδίου σε τηλεοπτικά προγράμματα και τον Τύπο. Ας μην ξεχνούμε ότι ο ΛΑΟΣ διαθέτει τον δικό του τηλεοπτικό σταθμό (Τηλεάστυ), καθώς και τη δική του εφημερίδα (Α1), ενώ ο αρχηγός του κόμματος παρουσιάζει δική του εκπομπή στο κανάλι. Αυτή η προσωπική υπερέκθεση του αρχηγού έφερε δημοσιότητα στον ΛΑΟΣ (και τηλεθέαση στα προγράμματα που ο αρχηγός εμφανιζόταν), αλλά όχι απαραιτήτως και ψήφους στο κόμμα του. Έτσι, παρά την επικοινωνιακή υπερέκθεση του Γ. Καρατζαφέρη, ο ΛΑΟΣ βρέθηκε εκτός Βουλής, ενώ στην Βουλή εν τέλει εισήλθε η ΧΑ, η οποία ωστόσο στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ούτε καν διεκδίκησε την τηλεοπτική παρουσία της, όπως είχε κάνει με επιμονή στις περιφερειακές εκλογές του 2010.

Ο Ν. Μιχαλολιάκος είναι κλασική περίπτωση «πρακτικού» κομματικού αρχηγού, ο οποίος –καίτοι δεν διαθέτει την οποιαδήποτε αρχηγική ακτινοβολία– παραμένει επικεφαλής της ΧΑ από τότε που δημιουργήθηκε η οργάνωση. Οι αμφισβητήσεις στο πρόσωπό του (βλ. την περίπτωση του Χάρη Κουσουμβρή) δεν ήταν τόσο σημαντικές για να δημιουργήσουν ανατροπές σε μια εξαιρετικά κλειστή οργάνωση, όπως είναι η ΧΑ, ούτε να προκαλέσουν σημαντικές εκροές στελεχών και μελών. Αυτή η περισσότερο «πρακτική» «εσωτερική ηγεσία» Μιχαλολιάκου, όπως θα την αποκαλούσαμε ακολουθώντας το αναλυτικό σχήμα του Κ. Μούντε, σταθεροποίησε τη ΧΑ και την εγκατέστησε στον χώρο, τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές της επικράτειας (Αθήνα, Πειραιάς). Αυτός ο συνδυασμός παραγόντων (πρακτική ηγεσία, αλλά και η σταθεροποίηση του κόμματος σε περιοχές της εκλογικής επικράτειας) συνέβαλε εξαιρετικά στην επίτευξη του εκλογικού αποτελέσματος των 7 ποσοστιαίων μονάδων που συγκέντρωσε η οργάνωση στις εκλογές της 6ης Μαΐου.

Συνοψίζουμε: μια οργάνωση κλειστή, με σταθερή ηγεσία και πρόσβαση σε περιοχές της τοπικής κοινωνίας, σε μια εποχή οικονομικής κρίσης και αποπροσανατολισμού στις στρατηγικές της κεντροδεξιάς παράταξης, όπως και ελλιπούς περιχαράκωσής της προς τα δεξιά, δημιούργησαν τη δομή των πολιτικών ευκαιριών για τη ΧΑ. Αντιθέτως, η υπερέκθεση της οργάνωσης στα μίντια και ο τύπος του «τηλεοπτικού αρχηγού» που ο Γ. Καρατζαφέρης ενσάρκωνε, σε συνδυασμό με το έλλειμμα αμοιβαίας διαφοροποίησης ΛΑΟΣ και ΝΔ δημιούργησαν φυγόκεντρες τάσεις στους εκλογείς και από τα δύο κόμματα, οι οποίοι ανακατευθύνθηκαν είτε προς τη ΧΑ και τους ΑΝΕΛ είτε προς τον κεντρώο χώρο.


Το κυρίως διακύβευμα των εκλογών της 6ης Μαΐου: Ποιος ψηφίζει τι και γιατί

«Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο»

Επιχειρώντας να εξηγήσουμε την ψήφο στη ριζοσπαστική και την εξτρεμιστική δεξιά θα πρέπει να σταθούμε σε μια νέα ιδεολογική διάκριση που έχει εμφανιστεί και τείνει να υπερβεί ή και να διαπεράσει την παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Αναφερόμαστε στη διάκριση που επίκεντρό της έχει τις πολιτικές υπέρ ή κατά του Μνημονίου. Με βάση δημοσκοπικά δεδομένα και εκείνα του exit poll υποστηρίζεται ότι η στάση απέναντι στο Μνημόνιο υπήρξε καθοριστική για τα 2/3 των ψηφοφόρων στις εκλογές της 6ης Μαΐου. Επίσης υποστηρίζεται ότι η διάκριση αυτή τείνει να προσλάβει γνωρίσματα μιας νέας διαιρετικής τομής, ενός ζητήματος δηλαδή που διχάζει βαθιά την κοινωνία δημιουργώντας στο εσωτερικό της δύο αντίπαλα στρατόπεδα: των υπερασπιστών και των πολέμιων του Μνημονίου.
Είναι έτσι τα πράγματα; Δημιουργεί όντως η πολεμική ή η αποδοχή του Μνημονίου μια νέα κοινωνική σχάση ή η πράγματι υπαρκτή αυτή διαίρεση αποτελεί έναν συμβολισμό που επικαιροποιεί προϋπάρχουσες στο εκλογικό σώμα διαιρέσεις και τοποθετήσεις; Τα ερωτήματα αυτά θα χρειαστεί χρόνος, εμπειρικά δεδομένα και κατάλληλη επεξεργασία τους προκειμένου να απαντηθούν. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, αυτό που γνωρίζουμε είναι τις τοποθετήσεις των κομμάτων vis-à-vis στο ζήτημα αυτό.
Η ΝΔ και το ΛΑΟΣ είχαν μια διφορούμενη στάση απέναντι στη διάκριση «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο», ενώ ΧΑ και ΑΝΕΛ είχαν μια εντελώς ξεκάθαρη αντιμνημονιακή τοποθέτηση. Όσον αφορά τη στάση του ΛΑΟΣ αλλά και της ΝΔ απέναντι στο ίδιο ζήτημα, σημαντικό ρόλο έπαιξε η δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας στα τέλη του 2011 και η συμμετοχή τους σε αυτή την κυβέρνηση, γεγονός που θόλωσε και εν τέλει ήρε την προηγούμενη αντιμνημονιακή τοποθέτησή τους. Ιδιαίτερα ο ΛΑΟΣ μετέβαλε αρκετές φορές αυτή την τοποθέτησή του απέναντι στο Μνημόνιο, αρχικά ψηφίζοντάς το, εν συνεχεία υποστηρίζοντάς το με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση του Λ. Παπαδήμου και μετά καταγγέλλοντας την κυβέρνηση και αποχωρώντας από αυτήν καταψηφίζοντας εντέλει το Μνημόνιο II, για την υπεράσπιση του οποίου ωστόσο είχε συμμετάσχει στην κυβέρνηση συνεργασίας.

Πολιτικός κυνισμός και «κυνικοί» ψηφοφόροι
Εκτός από τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις που ενδεχομένως συνέβαλαν σε απώλεια εκλογικής δύναμής του, θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι ο ΛΑΟΣ με αυτή του τη στάση κατάφερε να μεταβληθεί από ένα κόμμα διαμαρτυρίας κατά των κυρίως κομμάτων της διακυβέρνησης σε ένα «κόμμα του κατεστημένου», χάνοντας έτσι τον καταγγελτικό του χαρακτήρα αλλά και πολλούς από τους δεξιούς «κυνικούς» ψηφοφόρους που για τον λόγο αυτόν το διαχώριζαν από τη ΝΔ και το προτιμούσαν από αυτήν. Όπως φάνηκε από την ανάλυση εκλογικών δεδομένων του 2009 που επεξεργαστήκαμε διεξοδικά (Β. Γεωργιάδου, Α. Καφέ, Ρ. Νέζη 2012), το εκλογικό σώμα της ΝΔ και εκείνο του ΛΑΟΣ αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Οι εκλογείς και των δυο κομμάτων διέπονται από αντιμεταναστευτικά αντανακλαστικά, διασυνδέοντας μάλιστα ευθέως μετανάστευση και εγκληματικότητα. Αυτό που διέκρινε, ωστόσο, στον προθάλαμο των βουλευτικών εκλογών του 2009, τα δύο εκλογικά σώματα ήταν ο βαθμός του «πολιτικού κυνισμού». Με άλλα λόγια, ψηφοφόροι που θεωρούν ότι δεν έχει σημασία ποιο κόμμα κυβερνά ούτε αν η κυβέρνηση συγκροτείται από ένα δεξιό ή ένα αριστερό κόμμα, έκλιναν σαφώς προς τον ΛΑΟΣ, ενώ οι εκλογείς της ΝΔ δεν διακρίνονταν από «κυνικές», όπως χαρακτηρίζονται στη σχετική βιβλιογραφία (βλ. ενδ. Ν. Δεμερτζής), πολιτικές αντιλήψεις. Συμμετέχοντας ο ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου και υπερασπιζόμενος, έστω με μια ζιγκ-ζαγκ στάση, τις πολιτικές υπέρ του Μνημονίου θόλωσε το προφίλ του ως ενός κόμματος που στρέφεται κατά του συστήματος· με τον τρόπο αυτό ο ΛΑΟΣ κατέστη μέρος του συστήματος που παλιότερα λοιδορούσε επιτρέποντας εκροές ψηφοφόρων του προς τη ΧΑ και τους ΑΝΕΛ.

Αντιμετανάστευση
Επιπλέον, στο προεκλογικό σκηνικό των τελευταίων εκλογών προστέθηκε και το διακύβευμα της μετανάστευσης. Τα κόμματα που συμμετείχαν στον κυβερνητικό συνασπισμό έθεσαν έντονα το ζήτημα της μετανάστευσης στη δημόσια ατζέντα, προτείνοντας ή και προωθώντας προς εφαρμογή μέτρα δημόσιας πολιτικής, όπως π.χ. τη δημιουργία χώρων «φιλοξενίας μεταναστών» που βρίσκονται παράνομα στη χώρα ή τις γνωστές «επιχειρήσεις-σκούπα» που συχνά-πυκνά έχουν χρησιμοποιηθεί για να δικαιώσουν τα αντιμεταναστευτικά συναισθήματα του πληθυσμού παρά για να διαχειριστούν ένα υπαρκτό πρόβλημα. Εγκαθιστώντας το ζήτημα της μετανάστευσης στην προεκλογική ατζέντα τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα μιας αποτελεσματικής διαχείρισής του, κατ’ ουσίαν το μόνο που πέτυχαν είναι να δικαιώσουν τις αντιμεταναστευτικές στάσεις και αντιλήψεις των εκλογέων και να απενοχοποιήσουν τη μεταστροφή τους προς εκείνα τα κόμματα που ως πολέμια της μετανάστευσης (ΧΑ πρωτίστως, ΛΑΟΣ) διαθέτουν την «αρμοδιότητα» (issue ownership) να διαχειριστούν το συγκεκριμένο ζήτημα.
Στην προεκλογική σκηνή της αναμέτρησης της 6ης Μαΐου και με φόντο την προϋπάρχουσα απαξίωση των κομμάτων και του δικομματισμού δημιουργήθηκαν δηλαδή δύο βασικά πολιτικά ζητήματα, η εναντίωση στις πολιτικές του Μνημονίου και η εναντίωση στη μετανάστευση. Με άλλα λόγια, εν τέλει η αντισυστημικότητα και η αντιμετανάστευση καθόρισαν την προεκλογική ατζέντα. Περιορίζοντας το ενδιαφέρον μας στο δεξιό άκρο του κομματικού φάσματος, και στα δύο αυτά ζητήματα η ΧΑ είχε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των αντιπάλων της, αφενός γιατί είναι ένα κόμμα κατεξοχήν αντισυστημικό και αφετέρου γιατί επένδυσε πολιτικά στο ζήτημα της μετανάστευσης εγείροντάς το στο κεντρικό κομματικό της διακύβευμα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, όπως κατέδειξαν τα στοιχεία του exit poll, που η ΧΑ είχε αρκετά μεγάλη εισροή ψηφοφόρων τόσο από τον ΛΑΟΣ όσο και από τη ΝΔ.

Κοινωνική-δημογραφική σύνθεση των ψηφοφόρων της ΧΑ
Η κοινωνική-δημογραφική σύνθεση των ψηφοφόρων των ακροδεξιών κομμάτων αποτελεί βασική μεταβλητή για τη μελέτη του φαινομένου της άκρας δεξιάς. Βασικό κομμάτι του εκλογικού κοινού των ακροδεξιών κομμάτων θεωρούνταν τα χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα (εργάτες, άνεργοι) οι χαμένοι της νεωτερικότητας (losers of modernity) όπως τους αποκάλεσε ο Χ.-Γκ. Μπετς. Παρ’ όλα αυτά στις περισσότερες μελέτες σήμερα δεν διαπιστώνεται ομοιομορφία στη σύνθεση των ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων, αλλά αντιθέτως εμφανίζεται μια τάση αντιπροσώπευσης σε αυτά ετερογενών κοινωνικο-οικονομικών ομάδων. 
Από τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων και του exit poll για τις εκλογές της 6ης Μαΐου είναι προφανές ότι στην περίπτωση της ψήφου προς την ΧΑ επιβεβαιώνεται τόσο η ανομοιογένεια του εκλογικού της σώματος όσο και η ετερογενής του σύνθεση. Συγκεκριμένα: το φύλο δεν φαίνεται να αποτελεί μεταβλητή που να παρουσιάζει ιδιαίτερη διαφοροποίηση, αφού σχεδόν τα ίδια ποσοστά ανδρών και γυναικών ψήφισαν τη ΧΑ. Οι κατηγορίες της ηλικίας και του μορφωτικού επιπέδου παρουσιάζουν μεγαλύτερη διακύμανση και φαίνεται οι ψηφοφόροι της ΧΑ να είναι μέσου ή και σχετικά υψηλού μορφωτικού επιπέδου, καθώς και νέοι σε ηλικία. 
Επίσης, η θέση τους στην απασχόληση δεν δείχνει ιδιαίτερη διακύμανση μεταξύ των επιμέρους επαγγελματικών ομάδων, ούτε και ο τόπος κατοικίας των ψηφοφόρων. Παρ’ όλα αυτά σχηματίζεται ένα προφίλ ψηφοφόρου που φαίνεται να ανήκει στα παραγωγικά στρώματα της κοινωνίας αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για ψήφο από τους κοινωνικούς παρίες (τα λεγόμενα underdogs) προς τη ΧΑ. 
Άλλη μία τάση που έχει απασχολήσει τους μελετητές του ακροδεξιού φαινομένου είναι η ψήφος διαμαρτυρίας που συγκεντρώνουν τα ακροδεξιά κόμματα. Ψηφοφόροι απογοητευμένοι από το πολιτικό κατεστημένο, απαγκιστρωμένοι από ιδεολογικές ταυτίσεις, που θέλουν να εκφράσουν την αντίθεσή τους στο πολιτικό καθεστώς ψηφίζουν ένα κόμμα που βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτικής αρένας. Η επαλήθευση τέτοιων προθέσεων, όμως, αναφορικά με τους ψηφοφόρους της ΧΑ, απαιτεί συστηματική ερευνητική δουλειά σχετικά με τα κίνητρα της ψήφου και δεν είναι δυνατόν να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα με απλές διασταυρώσεις των κοινωνικών, οικονομικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών των εκλογέων, που είναι διαθέσιμα μέχρι στιγμής.

Καταληκτικές σκέψεις και προσωρινά συμπεράσματα
Ο κατακερματισμός του δεξιού πόλου, η εκλογική ενίσχυση των κομμάτων πέριξ της κεντροδεξιάς παράταξης, η έξοδος από το πολιτικό περιθώριο της εξτρεμιστικής δεξιάς (ΧΑ), αλλά και η περιθωριοποίηση του ΛΑΟΣ αποτελούν εκφάνσεις των εκλογών της 6ης Μαΐου. Είναι σχετικά σταθερές ή αναστρέψιμες οι εκφάνσεις αυτές; Τα δημοσκοπικά δεδομένα αλλά και το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται ενόψει των επαναληπτικών εκλογών της 17ης Ιουνίου δεν δείχνει ότι είναι δυνατόν να αναστραφούν οι τάσεις που έχουν εκδηλωθεί, ίσως όμως να περιοριστεί η έντασή τους. Συγκεκριμένα:
• Όπως όλα δείχνουν, τα κόμματα που θα διεκδικήσουν την ψήφο των εκλογέων πέριξ της ΝΔ θα είναι λιγότερα και ο κομματικός ανταγωνισμός σε αυτό το υποπεδίο λιγότερο κεντρόφυγος από ό,τι στις τελευταίες εκλογές, αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ΝΔ θα ανακτήσει την κυριαρχία της –τουλάχιστον όχι μέχρι τις 17 Ιουνίου– στο δεξιόστροφο κομμάτι της πολιτικής σκηνής. 
• Ο ΛΑΟΣ συνεχίζει να φυλλορροεί –τουλάχιστον σε στελεχικό επίπεδο με αρκετές διαρροές πρώην βουλευτών του στη ΝΔ– και δεν υπάρχουν σημάδια κοινοβουλευτικής επανάκαμψής του στην αμέσως επόμενη Βουλή. Καθώς στο εσωτερικό του ριζοσπαστικού-δεξιού χώρου εμφανίζονται πλέον δύο κόμματα (ΛΑΟΣ και ΑΝΕΛ), ενώ δεξιότερά τους υπάρχει η ΧΑ, ο ΛΑΟΣ πλαγιοκοπείται και από την ΑΝΕΛ και από τη ΧΑ. Το γεγονός αυτό καθιστά σχεδόν απίθανη την επανάκαμψή του στη Βουλή για όσο καιρό ΑΝΕΛ και ΧΑ θα εμφανίζουν κάποια δυναμική στο εσωτερικό του ακροδεξιού υποπεδίου.
• Η δυναμική αυτή αφορά πρωτίστως τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Είναι η πρώτη φορά από την εποχή της Πολιτικής Άνοιξης, που ένα κόμμα δεξιότερα της ΝΔ που προήλθε από διάσπαση από αυτήν, εμφανίζει εκτεταμένη στελεχική εγγύτητα με το κόμμα προέλευσης. Η εγγύτητα αυτή στο πλαίσιο ενός πελατειακού κομματικού συστήματος, με τους βουλευτές να διατηρούν μια δική τους πελατεία εκλογέων, ευνοεί τις διαρροές ψηφοφόρων εν προκειμένω από τη ΝΔ στους ΑΝΕΛ.
• Τα κίνητρα ψήφου στη ΧΑ είναι περισσότερο σύνθετα. Λιγότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους του κόμματος δηλώνουν συμφωνία με τις θέσεις του, ενώ δεν είναι άστοχο να υποθέσουμε ότι αρκετοί το ψήφισαν με έντονα τιμωρητική διάθεση απέναντι στα δύο μεγάλα κόμματα. Στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η ΧΑ εμφανίζεται μεν με χαμηλότερα ποσοστά από το αποτέλεσμά της στις εκλογές της 6ης Μαΐου, διατηρείται ωστόσο (ακόμη) σε απόσταση ασφαλείας πάνω από το εκλογικό όριο του 3%. Η αντιμεταναστευτική τοποθέτηση σημαντικής μερίδας του εκλογικού σώματος δημιουργεί μια προϋπόθεση υπερψήφισης της ΧΑ, ακόμη κι αν οι ψηφοφόροι διαφωνούν με τις εξτρεμιστικές θέσεις και την επιθετική συμπεριφορά της οργάνωσης σε σχέση με το ζήτημα της μετανάστευσης. Είναι η προϋπόθεση αυτή και η τιμωρητική διάθεση στο εκλογικό σώμα ικανοί λόγοι για να διασφαλιστεί μια μονιμότερη παρουσία της ΧΑ στο κομματικό σύστημα; Περισσότερες απαντήσεις μετά τις επαναληπτικές εκλογές...

(Βιβλιογραφία, πίκανες και γραφήματα στην ARB)

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Το Βήμα: Η πλατεία ήταν γεμάτη "αγανακτισμένους"


Κρίση αντιπροσώπευσης, απαξίωση πολιτικών προσώπων με το σκεπτικό «ίδιοι είναι όλοι», κορεσμός από προσωπικούς τακτικισμούς για ίδιον όφελος, προκύπτουν από την επιστημονική καταγραφή των απόψεων των Αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος. Στην έρευνα που αφουγκράστηκε όσα δηλώνουν, και κυρίως όσα πιστεύουν, οι συμμετέχοντες στο κίνημα του 2011, υπογραμμίζεται «το δημοκρατικό απόθεμά τους», ενάντια στον όποιο φόβο ήθελε τους Αγανακτισμένους ανατροπείς της έννομης τάξης, της ίδιας της Δημοκρατίας. Ποιοι είναι; Πού ανήκουν πολιτικά; Τι πιστεύουν για τη βία; Τι κοινά έχουν με τους Αγανακτισμένους της Πουέρτα δελ Σολ και της Νέας Υόρκης; Τα συμπεράσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν μόλις στις 11 Ιουλίου στο ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, στη Μαδρίτη, και αντανακλούν αγωνία για το μέλλον, αλλά και έντονη επιθυμία συμμετοχής στον δημόσιο βίο με δημοψηφίσματα και λαϊκές συνελεύσεις, στο πλαίσιο μιας αμεσότερης δημοκρατίας.

«Δικό μας πυρηνικό ερευνητικό ερώτημα υπήρξε όχι (μόνο) το ποιος και το γιατί συμμετείχε στις κινητοποιήσεις των πλατειών, αλλά κυρίως ποιες ήταν οι απόψεις και οι αντιλήψεις των ατόμων που συμμετείχαν όσον αφορά το κομματικό και πολιτικό σύστημα της ύστερης Μεταπολίτευσης, καθώς και ευρύτερα οι αντιλήψεις τους σε ζητήματα δημοκρατίας και δημοκρατικής διακυβέρνησης»τονίζει η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου.
Το δείγμα αποτελούν κατά 49,4% άνδρες και κατά 50,6% γυναίκες, ενώ κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του (30,8%) είναι νέοι 25-34 ετών. Οι ηλικιακές ομάδες 18-24 ετών, 35-44 ετών και 45-54 ετών διεκδικούν - ξεχωριστά η καθεμία - ποσοστό 17,9%, ενώ όσοι κινούνται ανάμεσα στα 55-64 έτη διαμορφώνουν ένα 12,8%. Οι άνω των 65 ετών αποτελούν το 2,6%.
Περισσότεροι από τους μισούς, ποσοστό 60%, διαθέτουν πτυχίο ΑΕΙ-ΤΕΙ, ενώ το 8% διαθέτει και μεταπτυχιακό τίτλο. Το 26% έχει ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση, ενώ το 6% είναι απόφοιτοι Δημοτικού.
Στο ερώτημα της «ιδεολογικής αυτοτοποθέτησης», το δείγμα απαντά σε ποσοστό 42,6% ότι «όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτα». Το 36,8% δηλώνει προσκείμενο στην Αριστερά, το 14,7% στην Κεντροαριστερά, το 1,5% στην Κεντροδεξιά, και στη Δεξιά το 4,4%.
Οι Αγανακτισμένοι στέκονται ένα βήμα πέρα από κόμματα και ιδεολογίες, εκφράζουν απαξίωση απέναντι σε διεφθαρμένα πολιτικά πρόσωπα, έχουν μία εξιδανικευμένη, ίσως και ρομαντική, προσδοκία για το δημοκρατικό πολίτευμα.
Οταν ερωτώνται για «τον τρόπο με τον οποίο θα επιθυμούσαν να λαμβάνονται οι αποφάσεις», οι συμμετέχοντες στο κίνημα της πλατείας δείχνουν προτίμηση στα δημοψηφίσματα και στις λαϊκές συνελεύσεις σε ποσοστό 58,5%, ένα διόλου αμελητέο ποσοστό τάσσεται υπέρ των εκλεγμένων κυβερνήσεων και των αντιπροσωπευτικών θεσμών, 24,4%, ενώ το 17,1% θέλει ελίτ ισχυρούς ηγέτες και τεχνοκράτες.
Η απαξίωσή τους πάντως για το πολιτικό σύστημα, ιδίως για τα πρόσωπα που το εκπροσωπούν, είναι έκδηλη στην ενότητα «Γνώμη για τα πολιτικά κόμματα». «Νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και εξαπατούν τους πολίτες» εκτιμά το 39%, «Είναι όλα ίδια» απαντά το 26,8%, «Τα κόμματα εξουσίας έχουν αποξενωθεί από τον λαό, αλλά τα μικρότερα κόμματα εκφράζουν καλύτερα τα αιτήματα των πολιτών» δηλώνει το 29,3%. Μόλις το 4,9% δίνει την πλέον συμβατική απάντηση «Τα κόμματα είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της δημοκρατίας».
Η μόνιμη επωδός «Είναι όλοι ίδιοι. Νοιάζονται μόνον για τον εαυτό τους» συναντάται και κατά τη διερεύνηση της «Γνώμης για τους πολιτικούς», σε ποσοστό 57,1%. Υψηλό ποσοστό, 40,5%, εκφράζει διαφορετική αλλά εξίσου αρνητική άποψη «Δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Πρωτίστως ενδιαφέρονται να επανεκλεγούν». Θετική γνώμη του τύπου «Δεν είναι όλοι ίδιοι ∙ υπάρχουν πολιτικοί που νοιάζονται για τα προβλήματα των πολιτών» εκφράζει μόλις το 2,4%.
Η Μαδρίτη και το κίνημα των Μ15
Η 15η Μαΐου, ημερομηνία έναρξης των κινητοποιήσεων στην Πουέρτα δελ Σολ της Μαδρίτης, έδωσε στους ισπανούς Αγανακτισμένους το δικό τους κωδικό όνομα: Μ15. «Η μαζικότητα αλλά και η δυναμική της επανάληψης των συγκεντρώσεων έκανε σαφές ότι το κίνημα των ισπανών Αγανακτισμένων ήλθε για να μείνει» σημειώνει ο κ. Κώστας Πιερίδης, εκ των ερευνητών που παρακολούθησαν τον Ιούλιο το ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και κατέγραψε τις απόψεις των Ισπανών για το κίνημα. «Η μαζικότητα σηματοδότησε βεβαίως την απουσία κάποιου ομογενοποιημένου στόχου, έκανε το κίνημα να διατυπώνει ερωτήματα και όχι να δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις. Από το σώμα των διαδηλωτών αναδύθηκε ένας ακτιβιστικός και ιδιαίτερος χαρακτήρας, για παράδειγμα ανδρώθηκε μια νέα μορφής "πάλη", αντίστοιχη του δικού μας "Δεν Πληρώνω", που αφορούσε την αστική ιδιοκτησία (Δεν πληρώνω το νοίκι μου ή τη δόση του στεγαστικού μου). Συγκριτικά, πάντως, αν θέλουμε να αναδείξουμε 3-4 κοινά χαρακτηριστικά του κινήματος ανά τον κόσμο, πρέπει να αναφερθούμε στον τρόπο οργάνωσής του, μέσω των social media, στον έντονα αντικομματικό χαρακτήρα του, αλλά και στην ειρηνική του φύση - παράμετρος πολύ σημαντική μετά το ύφος των μαζικών συγκεντρώσεων μετά τον Δεκέμβριο του 2008 στην Ελλάδα».

Η ταυτότητα της έρευνας
Την επιστημονική επιμέλεια της έρευνας είχε η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ στην ερευνητική ομάδα συγκαταλέγονται οι κυρίες Αναστασία Καφέ, υποψήφια διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, Ζωή Λευκοφρύδη, διδάκτωρ και εντεταλμένη διδάσκουσα του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Ρούλα Νέζη, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών και επισκέπτρια ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Twente της Ολλανδίας, καθώς και ο κ. Κώστας Πιερίδης, υποψήφιος διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου. Επελέγη η μέθοδος των ημιδομημένων συνεντεύξεων. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 90 συνεντεύξεις, εκ των οποίων αξιοποιήθηκαν οι 79. Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα σε όλο το εύρος της πλατείας Συντάγματος, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος όσον αφορά τις τυπικές και άτυπες ομάδες των συμμετεχόντων.


Η συνέχεια στην εφημερίδα:

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Ρατσισμός: συζήτηση




Intelligence2 Greece 

Μια συζήτηση για τον ρατσισμό (14.11.2011, Στέγη Γραμμάτων Ιδρύματος Ωνάση), με ομιλητές τους: Γρ. Βαλλιανάτο, Βασιλική Γεωργιάδου, Ν. Μπίστη, Κ. Παπαϊωάννου.

Το βίντεο της εκδήλωσης:


http://www.youtube.com/watch?v=MOgZFTsNlis&feature=plcp&fb_source=message

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Αποκλεισμός ή στιγματισμός της εξτρεμιστικής δεξιάς;


Το ερώτημα μας απασχολεί εσχάτως αρκετά: πόσος μιντιακός χωροχρόνος (πρέπει να) δίνεται στην εξτρεμιστική δεξιά; Το ζήτημα εμπεριέχει μια διάσταση διαγνωστική, έχει δηλαδή να κάνει με το πώς τα ΜΜΕ στη σημερινή συγκυρία καλύπτουν έργα και ημέρες του δεξιού εξτρεμιστικού χώρου· διαθέτει, όμως, και μια διάσταση δεοντολογική. Σε μια φιλελεύθερη-πλουραλιστική δημοκρατία θα μπορούσε να υπάρξει –για λόγους άμυνας της δημοκρατίας– κάποιος έλεγχος στην πληροφόρηση όσον αφορά τον λόγο και τη δράση οργανώσεων που κινούνται στο περιθώριο του δημοκρατικού πλαισίου;
Στην εγχώρια συζήτηση τείνουν, μέχρι στιγμής, να διαμορφωθούν δύο τάσεις όσον αφορά τις απαντήσεις στο αφετηριακό ζήτημα της κάλυψης των δράσεων των  εξτρεμιστών από τα Μίντια: η πρώτη τάση υποστηρίζει τον αποκλεισμό τους από τα ΜΜΕ και η δεύτερη την απεριόριστη έκθεσή τους σε αυτά. Οι οπαδοί της θέσης του αποκλεισμού υποστηρίζουν ότι η έλλειψη ορατότητας των εξτρεμιστών από το κοινό περιορίζει τη διείσδυση και την επιρροή τους σε αυτό. Αντιθέτως, οι υπέρμαχοι της θέσης της μιντιακής (υπέρ-)έκθεσης των δεξιών εξτρεμιστών έχουν την άποψη ότι όσο περισσότερο πληροφορείται το κοινό για τις ακραίες πράξεις, τον λόγο και τη συμπεριφορά τους, τόσο λιγότερο ελκύεται από όσα αυτοί πρεσβεύουν.
Και οι δύο προαναφερθείσες τοποθετήσεις, παρά το ότι είναι διαμετρικά αντίθετες, στηρίζονται σε μια κοινή παραδοχή, ότι δηλαδή η πολιτική-εκλογική απήχηση και επιρροή της εξτρεμιστικής δεξιάς είναι κατασκευάσιμη από τα ΜΜΕ. Αδιαμφισβήτητα, ο τρόπος που τα Μίντια καλύπτουν τη θεματική του εξτρεμισμού επηρεάζει το κοινό, αν και τα ΜΜΕ δεν επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο όλες τις κατηγορίες του κοινού, ούτε η οποιαδήποτε δυνατότητα επιρροής τους παραμένει αμετάβλητη στα διαφορετικά στάδια εκδήλωσης του εξτρεμιστικού φαινομένου.
•Καταρχάς να σημειωθεί ότι υπάρχει ένα κοινό που προσεγγίζει τον χώρο του δεξιού εξτρεμισμού πολύ πριν αυτός προσελκύσει το ενδιαφέρον της TV και του Τύπου. Χωρίς να αποκλείουμε τυχαίους παράγοντες, μια αυταρχική δομή προσωπικότητας (Th. Adorno) και ένας κλειστός τρόπος σκέψης (M. Rokeach) αποτελούν συνήθη χαρακτηρολογικά στοιχεία του κοινού αυτού. Όσο διάστημα ο χώρος του δεξιού εξτρεμισμού δημιουργεί τα «κάστρα» του, απευθυνόμενος προπάντων σε μια τέτοια κατηγορία κοινού, δεν επιδιώκει και δεν χρειάζεται (ίσως να βλάπτεται κιόλας από) την ορατότητά του στα Μίντια. Αλλά ούτε τα Μέσα έχουν τότε δημοσιογραφικό ή εμπορικό ενδιαφέρον να προβάλλουν γκρουπούσκουλα από τον χώρο της εξτρεμιστικής δεξιάς, καθώς δεν υπάρχει κάποιο κοινό που να δείχνει γι’αυτά ενδιαφέρον.
••Η «μεσοποίηση» γίνεται σημαντικός παράγοντας για τον δεξιό εξτρεμισμό όταν πλέον έχει αποκτήσει μια σχετικώς στέρεη τοπική βάση και επιδιώκει να εξακτινωθεί από το «κάστρο» του σε μια ευρύτερη σκηνή σε ολόκληρη την επικράτεια. Στην φάση της «εξακτίνωσής» τους, καθώς αναζητούν νέες κατηγορίες κοινού, είναι τα Μέσα εκείνα που μπορούν να τους διευκολύνουν ώστε να αποκτήσουν την αναγκαία θέαση στο γενικό κοινό. Aκριβώς στην περίοδο του πολιτικού-εκλογικού take off, εάν τα Μέσα θα καλύψουν την ακόμη υπό διαμόρφωση νέα πραγματικότητα ή θα την αγνοήσουν, είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την πορεία του εξτρεμισμού που θα κρίνει την είσοδό του στην κεντρική πολιτική σκηνή ή, αντιθέτως, την παραμονή του στο περιθώριο.
•••Άπαξ, ωστόσο, οι οργανώσεις και τα στελέχη του εξτρεμιστικού χώρου εγκαταλείψουν το πολιτικό περιθώριο, σημασία για την παγίωση τους στην πολιτική σκηνή έχει κυρίως ο τρόπος και η έκταση της κάλυψής τους από τα ΜΜΕ: ο καλλωπισμός και μια “ενημερωδιασκεδαστικού” τύπου αντιμετώπισή τους αποουσιαστικοποιεί τον εξτρεμισμό· αλλά και η δαιμονοποίησή τους κατασκευάζει παραστάσεις ισχύος και επιρροής μεγαλύτερες από εκείνες που ο συγκεκριμένος χώρος διαθέτει. Εν τέλει, όσο πιο πολύ και πιο κοινότοπα παρουσιάζονται οι εξτρεμιστές από τα Μέσα, τόσο περισσότερο ένα μέρος του κοινού ανέχεται και εξοικειώνεται με τον εξτρεμισμό τους.
Η (υπέρ-)έκθεση των δεξιών εξτρεμιστών στα Media υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξει σε άλλοθι: όσοι εμφανίζουν εκλεκτικές συγγένειες με τέτοιες αντιλήψεις να θεωρήσουν την κάλυψη αυτή ως συνώνυμη μιας ευρείας κοινωνικής απήχησης. Μια τέτοια συνεπαγωγή (ευρεία κάλυψη από τα ΜΜΕ = ευρεία απήχηση των δεξιών εξτρεμιστικών ιδεών και πρακτικών στην κοινωνία) θα μπορούσε, επιπλέον, να λειτουργήσει ως άλλοθι για τη διεύρυνση των πρακτικών εξτρεμισμού, οποιοδήποτε ιδεολογικό-πολιτικό πρόσημο κι αν αυτές διαθέτουν. Πολλοί –με πονηρία ή αφέλεια– θα σκεφτούν: εφόσον οι εξτρεμιστές βρίσκονται στο προσκήνιο της δημοσιότητας και τυγχάνουν της δημόσιας προσοχής, τούτο σημαίνει ότι για να προβάλεις τις θέσεις σου και, ενδεχομένως, να επιτύχεις τους στόχους σου δεν έχεις παρά να μιμηθείς το πολιτικό στυλ μιας ακραίας ομάδας. Τα μιμητικά φαινόμενα που παρατηρούνται στους νέους σήμερα σε σχέση με πρακτικές βίας εκφράζουν περισσότερο συμφωνία στο μέσον της πράξης (βία) παρά στο περιεχόμενο της πράξης αυτής.
Προφανώς το κοινό δεν είναι τόσο παθητικό και επιρρεπές στη χειραγώγιση, όσο πολλοί πιστεύουν, αλλά ούτε και ανεπηρέαστο από την ατζέντα των Μίντια όσον αφορά τα θέματα που θα λάβει υπόψη του διαμορφώνοντας τη δική του γνώμη για τη συγκυρία (βλ. Ν. Δεμερτζής). Επιπλέον, το δικό του κοινωνικο-πολιτισμικό υπόβαθρο θα καθορίσει εντέλει τη δεκτικότητά του απέναντι σε ό,τι κάνουν τα Μίντια ορατό. Χωρίς να αποτελούν αναχώματα, τα Μέσα έχουν τη δική τους ευθύνη, ιδίως σε συγκυρίες που εξαπλώνεται ο εξτρεμισμός: στο όνομα μιας τέτοιας ευθύνης χρειάζεται να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε μια λελογισμένη προβολή οργανώσεων και πολιτικών προσώπων που κινούνται στο περιθώριο της δημοκρατικής τάξης, καθώς και στην αυστηρή τήρηση μιας δεοντολογίας που δεν θα παραβιάζεται χάριν της εμπορικότητας των Μέσων. Δυστυχώς η εγκατασταση ενός είδους “υγειονομικής ζώνης” (cordon sanitaire) γύρω από την εξτρεμιστική δεξιά καθίσταται ολοένα και δυσκολότερη καθώς αυξάνονται τα εκλογικά ποσοστά και η απήχησή της στο κοινό.

Οργανώσεις και πολιτικοί που ασκούν βία ή που προτρέπουν άλλους στη χρήση της, όσοι στρέφονται κατά των αρχών της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατίας, ακόμη κι αν εκπροσωπούνται σε αντιπροσωπευτικά σώματα, χρειάζεται να απομονωθούν ώστε το θεσμικό οικοδόμημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας να μην μολυνθεί από ακραίες πρακτικές. Όμως, μήπως, η απομόνωση αυτή είναι πιο αποτελεσματική όταν αντί για αμφίβολης αποτελεσματικότητας (και δημοκρατικότητας) νομικές απαγορεύσεις δοκιμάζεται έμμεσα, δηλαδή με τον περιορισμό των δομών πολιτικής ευκαιρίας και με τον στιγματισμό όσων μετέρχονται τέτοιων πρακτικών; 


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μεταρρύθμιση, 3 Νοέμβρίου 2012
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=13592&sw=1366