Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Οικονομική Κρίση και τα Άκρα στο Κομματικό Σύστημα



"Η ενδυνάμωση του ακροδεξιού χώρου συνέπεσε χρονικά με τις εκδηλώσεις της πρώτης μεγάλης μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης στις ευρωπαϊκές χώρες και τις μεταβολές που συντελέστηκαν στην παραγωγική δομή (συρρίκνωση της βαριάς βιομηχανίας και ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα) και στην κοινωνική δομή των βιομηχανικών χωρών (διεύρυνση των υπαλληλικών στρωμάτων, αλλά και μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας). Η εγκατάσταση της άκρας δεξιάς στο προσκήνιο της πολιτικής συνδυάστηκε με τις δυσκολίες των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης να αντιμετωπίσουν τις μεταβολές αυτές: δηλαδή να προσαρμόσουν το ισχύον μοντέλο διακυβέρνησης στα νέα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα, τα οποία επέβαλαν στην πολιτική ημερήσια διάταξη καινούργια διακυβεύματα και δημιούργησαν νέες διαιρέσεις στην κοινωνική δομή. Η προσαρμογή αυτή ήταν αναγκαία προκειμένου οι παραδοσιακές πολιτικές και κομματικές δυνάμεις να αντιστοιχηθούν στα όχι πλέον με τους όρους των ιστορικών κοινωνικο-πολιτισμικών σχάσεων ταξινομήσιμα κοινωνικά ζητήματα που αναδεικνύονταν στη μεταβιομηχανική εποχή.

Ενώ, λοιπόν, η σύγκλιση σε επίπεδο πολιτικών θέσεων, καθώς και ο συμβιωτισμός, η συνεργασία και η συναίνεση των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων ήταν το κατ’εξοχήν γνώρισμα στις διαπραγματευτικές δημοκρατίες εκείνης της εποχής, η νέα κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα απαιτούσε περισσότερο διακριτές πολιτικές θέσεις, μεγαλύτερη διαφοροποίηση των κομμάτων μεταξύ τους και ανταπόκρισή τους στις διαθέσεις και τα αιτήματα των εκλογέων. Κατακλυσμένα από το άγχος, ώστε η οικονομική ύφεση και οι κοινωνικές αλλαγές να μην δημιουργήσουν θεσμικά αδιέξοδα (ακυβερνησία) και πολιτικές ανατροπές (ασυμετρία στη δύναμη των κοινωνικο-πολιτισμικών περιβαλλόντων), τα κόμματα και οι παράγοντες της διακυβέρνησης κράτησαν αμυντική στάση απέναντι στις νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και έδειξαν αμηχανία στην αντιμετώπιση του κλίματος πολιτικής διαμαρτυρίας και των πολυσυλλεκτικού περιεχομένου κοινωνικο-πολιτικών αιτημάτων που συνόδευαν τις εκφράσεις αυτές. Μάλιστα, οι δυνάμεις της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης συνέκλιναν κι άλλο μεταξύ τους, αφήνοντας χώρο στην άκρα δεξιά (όπως και σε άλλα νέα κομματικά μορφώματα του αριστερού φάσματος) να αναδειχθεί στην κομματική και την κεντρική πολιτική σκηνή. Η συνεχιζόμενη σύγκλιση και συναίνεση σε μια συγκυρία οικονομικής ύφεσης και κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών έφερε τα κόμματα αντιμέτωπα τόσο με την παραδοσιακή εκλογική βάση τους, η οποία αισθανόταν εγκαταλελειμμένη από αυτά, όσο και με τους κομματικά αδέσμευτους και τους θεματοκεντρικά προσανατολισμένους εκλογείς, οι οποίοι ένιωθαν παραγνωρισμένοι από τα κόμματα της διακυβέρνησης συνολικά. Με τη στάση τους αυτή, όμως, τα παραδοσιακά κόμματα της διακυβέρνησης είχαν εκλογικές απώλειες από παντού, ενώ τα ακροδεξιά κόμματα άρχισαν να εμφανίζουν εκλογικά κέρδη σχεδόν από παντού.

Με άλλα λόγια, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση εκδήλωσης των αλλαγών που έφερε μαζί της η μεταβιομηχανική εποχή, τα παραδοσιακά κόμματα της διακυβέρνησης παρέμειναν προσηλωμένα στο ρόλο τους ως κομμάτων της πολιτικής προσφοράς, παρότι είχε διαβρωθεί η κοινωνική βάση τους, όπως επίσης ό,τι δικαιολογούσε την υπόστασή τους ως κομμάτων της προσφοράς. Χρησιμοποιώντας ιδέες από μια περιγραφή του Thorsen, η οποία αναφέρεται στη σταθερότητα της πολιτικής ζωής μέσα στα περιβάλλοντα των διαπραγματευτικών δημοκρατιών, θα επαναδιατυπώναμε τα παραπάνω ως εξής: Την ύστερη μεταπολεμική περίοδο, το πολιτικό τοπίο στα συστήματα της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης είχε αποσταθεροποιηθεί, τα κυρίως στοιχεία του όμως παρέμεναν αγκυλωμένα στις θέσεις τους. Κατά το παρελθόν, σύμφωνα με τον Thorsen, η σταθερότητα του πολιτικού τοπίου απεικόνιζε την πραγματική κατάσταση του λαού – τα οικονομικά συμφέροντά του επενδυμένα με κοσμοαντιλήψεις, ιστορικές παραδόσεις και τρόπους θέασης των κοινωνικών ζητημάτων. Η αποσταθεροποίηση του πολιτικού τοπίου ήταν το αποτέλεσμα αλλαγών στην, κατά Thorsen, πραγματική κατάσταση του λαού. Η αποσταθεροποίηση αυτή, σε συνδυασμό με την αμετάβλητη συμπεριφορά των στοιχείων του πολιτικού τοπίου (κομμάτων, πολιτικής ελίτ), άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη της άκρας δεξιάς. Η πολιτικο-εκλογική ισχυροποίησή της επιφέρει εν τέλει ό,τι οι υπόλοιπες δυνάμεις μάχονταν να αποφύγουν: ανατροπές στο κομματικό σύστημα και κρίση στο σύστημα της διακυβέρνησης."

Η εικόνα από το εξώφυλλο της αυστραλιανής έκδοσης (Penguin Books) του βιβλίου του P. Krugman, The Return of Depression Economis.

Το κείμενο
από το βιβλίο μου Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Εκδ. Καστανιώτη, 2008 (σ. 304-6)

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Ριζοσπαστισμός - Εξτρεμισμός - Αυταρχισμός


Ένα από τα φαινόμενα που μας απασχολεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι εκείνο του πολιτικού και του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Κατ’αρχάς σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της έννοιας, στον επιστημονικό λόγο ο “ριζοσπαστισμός” ταυτίζεται συχνά με τον “εξτρεμισμό” και συνδέεται με την απόρριψη του συνταγματικού κράτους και του πολιτικού συστήματος των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Τους μελετητές του ριζοσπαστισμού έχει απασχολήσει το ερώτημα εάν πρόκειται για ένα ενιαίο φαινόμενο ή εάν εμφανίζεται με δύο κύριες εκδοχές, δηλαδή ως “δεξιός ριζοσπαστισμός” αλλά και ως “αριστερός ριζοσπαστισμός”. Παρότι συνηθέστερα το φαινόμενο μελετάται από τη σκοπιά του δεξιού ριζοσπαστισμού (ή δεξιού εξτρεμισμού), δεν λείπουν οι αναλύσεις στις οποίες διαπιστώνονται ομοιότητες και συγκλίσεις της δεξιάς και της αριστερής εκδοχής του.

Σε μεταβατικές εποχές, όταν συντελούνται κοινωνικοί μετασχηματισμοί και μεγάλες αλλαγές, τότε εμφανίζονται “ρήγματα” στη ζωή των ανθρώπων, καθώς αυτοί δεν μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Συχνά τότε, οι αξίες που τα άτομα πρεσβεύουν, έρχονται σε διάσταση με τα καινούργια αξιακά πρότυπα και ο τρόπος ζωής που αυτά ακολουθούν δεν συμβαδίζει με εκείνον που επικρατεί στα εμφανιζόμενα νέα κοινωνικά περιβάλλοντα. Ο ριζοσπαστισμός αποτελεί “μια κανονική παθολογία” των βιομηχανικών κοινωνιών, ισχυρίστηκαν ο Scheuch και ο Klingemann στην κλασική δημοσίευσή τους με τον τίτλο “Θεωρίες του δεξιού ριζοσπαστισμού στις δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες” (1967). Με τη διατύπωσή τους αυτή οι δύο πολιτικοί επιστήμονες θέλησαν να επισημάνουν το πόσο ευάλωτες σε φαινόμενα ριζοσπαστισμού είναι οι νεωτερικές κοινωνίες.

Σε αυτές, τόσο η σύγκρουση παλιών και νέων αξιών, καθώς και του παραδοσιακού με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, όσο και η διεύρυνση των προσδοκιών, με την οποία συνοδεύεται κάθε φορά η νέα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και η συχνή διάψευση των προσδοκιών αυτών, αποτελούν τις αιτίες για τη δημιουργία συναισθημάτων αβεβαιότητας και απογοήτευσης των κοινωνικών υποκειμένων. Για να υπερβούν τα κανονιστικά ρήγματα, την αβεβαιότητα και τις απογοητεύσεις τους, εκείνοι που δεν εμφανίζουν ικανοποιητικές επιδόσεις στη νέα κοινωνική πραγματικότητα καταφεύγουν στη “γνωστική ακαμψία”: υιοθετούν ένα κλειστό και άκαμπτο σύστημα αξιών, σκέψης και προσανατολισμού, δια μέσου του οποίου αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα.

Ως “ριζοσπαστισμός” περιγράφεται αυτό ακριβώς το φαινόμενο της καταφυγής στη γνωστική ακαμψία ως μέσου πρόσληψης και αντιμετώπισης της κοινωνικής πραγματικότητας: πρόκειται για μια πραγματικότητα που είναι σύνθετη ως προς τα στοιχεία που τη συγκροτούν, πολύπλοκη ως προς τις λειτουργίες της, πολλές φορές με δυσβάστακτα αποτελέσματα για μεμονωμένα άτομα και κοινωνικές ομάδες. Η γνωστική ακαμψία και τα κλειστά συστήματα σκέψης και προσανατολισμού, με άλλα λόγια η υιοθέτηση “κλειστών κοσμοεικόνων”, οδηγούν στον εκδογματισμό των πεποιθήσεων και καθιστούν τους φορείς των πεποιθήσεων αυτών επιρρεπείς στη συνωμοσιολογία, στις προκαταλήψεις, στην εχθρότητα απέναντι στον Άλλο, στην εθνικιστική ιδεολογία, στον αντιπλουραλισμό και τον αντιφιλελευθερισμό.


Η εικόνα από το εξώφυλλο του βιβλίου των Th. Adorno κ.ά., The Authoritarian Personality, 1964

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010


"Deep in the brain" ενός θεωρητικού του λαϊκισμού*

Ο Helmut Dubiel είναι καθηγητής (ομότιμος πλέον) Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Giessen (Γερμανία) και μεταξύ των ετών 1989 -1997 διηύθυνε το φημισμένο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, το οποίο είχαν ιδρύσει οι θεμελιωτές της Σχολής της Φρανκφούρτης, Theodor Adorno και Max Horkheimer.
Ο Dubiel έχει μια διεθνή επιστημονική παρουσία (δίδαξε για αρκετά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και του Μπέρκλεϋ), το δε επιστημονικό έργο του επηρέασε σημαντικά την κατεύθυνση των ερευνών για το φαινόμενο του λαϊκισμού. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ήταν ήδη γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τους λεγόμενους ιστορικούς λαϊκισμούς (το κίνημα των αγροτών στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα), αλλά και τα λαϊκιστικά κινήματα και τα καθεστώτα του 20ού αιώνα – του Βάργκας στη Βραζιλία και του Περόν στην Αργεντινή. Σύμφωνα με το γερμανό καθηγητή, ο λαϊκισμός δεν περιγράφει μόνο ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνικού κινήματος, που έχει ως κύριο στοιχείο του τον αντικαπιταλισμό και εμφανίζεται ως αντίδραση στον εκσυγχρονισμό. Επιπλέον, ο λαϊκισμός αποτελεί μια ’εξουσιαστική τεχνική’, την οποία εφαρμόζει μια ελίτ, ώστε στηριζόμενη στο λαό, να καταλάβει την εξουσία.Με τις τεχνικές του λαϊκισμού ασχολήθηκε αρκετά ο Dubiel, για να υποστηρίξει ότι εν τέλει ο λαϊκισμός είναι η εφαρμογή μιας ‘αντεστραμμένης ψυχανάλυσης’ (Leo Löwenthal): ο λαϊκιστής ηγέτης κάνει το αντίθετο από ό,τι ο καλός ψυχαναλυτής: ενισχύει τους ασυνείδητους φόβους, τις προκαταλήψεις και τους καταγκασμούς των οπαδών του – ‘η ανωριμότητά τους είναι το δικό του κεφάλαιο’, υποστηρίζει ο Dubiel, προκειμένου ο αρχηγός να κατακτήσει την εξουσία.
Στην ακμή της καριέρας του και στην ηλικία μόλις των 46 χρόνων στον Dubiel διαγνώστηκε ότι πάσχει από την ασθένεια του Πάρκινσον। Αν η ασθένεια προσβάλλει περίπου το 0,16% του παγκόσμιου πληθυσμού, με τους ασθενείς να προέρχονται από τις ηλικιακές ομάδες των 60 με 65 ετών και άνω, ο Dubiel ανήκει στους ακόμα λιγότερους που δέχθηκαν την επίθεσή της όντας στις αρχές της δεκαετίας των σαράντα (young οnset parkinsons)। Για πολλά χρόνια, πριν και μετά την επίσημη διάγνωση, αγνόησε την ασθένεια και συγκάλυψε το πρόβλημα από τον περίγυρό του। Παρά το ότι είχε δουλέψει εντατικά κατά την ανάλυση του λαϊκιστικού φαινομένου με τις συνέπειες της απώθησης των ασυνείδητων φόβων και καταναγκασμών, ο ίδιος υπέβαλε τον εαυτό του σ’έναν παρεμφερή μηχανισμό απόκρυψης της ασθένειας। Όπως στην κοινωνία και την πολιτική, έτσι και στην προσωπική βιογραφία, οι συνέπειες μιας τέτοιας απώθησης είναι οδυνηρές: για τον ίδιο κορυφώνονται με την αναγκαστική όσο και σχεδόν εξευτελιστική παραίτησή του από τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας.Δεκαπέντε χρόνια μετά, ωστόσο, ο Dubiel βρήκε το κουράγιο να αναμετρηθεί με τη νόσο και να απελευθερωθεί από ό,τι απωθούσε। Το βιβλίο του Tief im Hirn (Βαθειά μέσα στον εγκέφαλο) αποτελείμια ρεαλιστική περιγραφή
της ασθένειας και της πορείας ενός σημαντικού ανθρώπου σε μια προσωπική, κοινωνική και επιστημονική διαδρομή που εγκιβωτίζεται στη δύσκολη και, μέχρι τώρα, ανίατη συμπτωματολογία της νόσου।
Ο αναγνώστης του βιβλίου, εκτός από μια κατανοητή περιγραφή της ασθένειας και πληροφορίες γύρω από τη φαρμακολογία και τις νέες τεχνικές που εφαρμόζονται για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της, έρχεται κυρίως αντιμέτωπος με τις συνέπειές της, έτσι τουλάχιστον όπως τις βιώνει ένας ασθενής: συγκάλυψη, απομόνωση, αίσθηση βαθιάς προσβολής και, συγχρόνως, αγώνας για αναγνώριση και αποδοχή, αλλά και για σωματική και πνευματική εγρήγορση είναι οι προσωπικές εμπειρίες και τα μηνύματα του συγγραφέα του βιβλίου. Ο ασθενής από τη νόσο του Πάρκινσον Dubiel έχει εμφυτευμένα ηλεκτρόδια στον εγκέφαλό του, τα οποία, με τη βοήθεια μιας ρυθμίζουσας συσκευής – ενός τηλεκοντρόλ, του επιτρέπουν την επιλογή μεταξύ είτε του να μιλά είτε του να βαδίζει. Παρ ά τις ταλαιπωρίες, εξακολουθεί να έχει τη δύναμη να στοχάζεται κριτικά και ελεύθερα. Στο βιβλίο, ο κοινωνικός επιστήμονας Dubiel διασυνδέει τις εμπειρίες του ως ασθενούς με την κριτική σκέψη: την εκδήλωση της ασθένειας με την τυχαιότητα, τη συγκάλυψή της με το φόβο του στιγματισμού, τη μάχη εναντίον της με όρους επιστημονικούς αλλά και ατομικούς, την κατανόησή της ως στοχείο των αναπότρεπτων αβεβαιοτήτων που αποτελούν τον κανόνα στις ‘κοινωνίες του ρίσκου’. Επειδή, πάντως, οι αμφισημίες και η συνθετότητα είναι συνοδευτικά στοιχεία όλων των κοινωνικών φαινομένων, όπως και όλων των στιγμών της προσωπικής ζωής, ο Dubiel δεν διστάζει να πει: ‘Εάν είχα την επιλογή μεταξύ μιας ζωής σε ένα σώμα και στη συνείδηση ενός άλλου (υγειούς) προσώπου και της συνέχισης της δικής μου ζωής μέσα σ’εμένα τον ίδιο, δεν θα δίσταζα λεπτό να αποφασίσω υπέρ της δεύτερης επιλογής’.

*Το βιβλίο σημείωσε εκδοτική επιτυχία στη Γερμανία και προσφάτως μεταφράστηκε στα αγγλικά।Η φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης।