Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Πολιτική Εμπιστοσύνη



Κατακρήμνιση εμπιστοσύνης και εμμονές*


Όπως κι αν διαβαστεί η έρευνα της Public Issue, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Και όσον αφορά την κατάταξη των θεσμών βάσει της εμπιστοσύνης των πολιτών και όσον αφορά τη διακύμανση της εμπιστοσύνης, ο δείκτης εμπιστοσύνης στους κεντρικούς θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της ανταγωνιστικής οικονομίας, της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών και της μαζικής επικοινωνίας εμφανίζεται χαμηλός και πτωτικός.

Ας ξαναδιαβάσουμε τα στοιχεία της έρευνας διαφορετικά: Ολοι οι «διαιρετικοί θεσμοί», εκείνοι που εκπροσωπούν διακριτά και ανταγωνιστικά πολιτικά και κομματικά, οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα, γνωρίζουν την έλλειψη της εμπιστοσύνης των πολιτών. Από τα πολιτικά κόμματα μέχρι τα συνδικάτα, από τις τράπεζες και το χρηματιστήριο μέχρι τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και τον ΣΕΒ, κεντρικοί θεσμοί της νεωτερικής κοινωνίας και πολιτικής βρίσκονται σε μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης. Αλλά και οι «θεσμοί συναίνεσης», που προωθούν την εκπλήρωση στόχων αποδεκτών αδιακρίτως από τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ομάδες, βρίσκονται στο στόχαστρο της κοινωνικής αμφισβήτησης. Από τους δικαστές μέχρι τα σχολεία και την Εκκλησία, από την τηλεόραση και τις εφημερίδες μέχρι τον ΑΣΕΠ, θεσμοί που προωθούν την εκπλήρωση διακυβευμάτων γενικής αποδοχής –Παιδεία, Δικαιοσύνη, ενημέρωση– βιώνουν μιαν άνευ προηγουμένου κρίση εμπιστοσύνης.

Το ότι η εμπιστοσύνη στους θεσμούς βρίσκεται στο ναδίρ, είναι αποτέλεσμα της εξακολουθητικής διάψευσης προσδοκιών και υποσχέσεων που βιώνει η κοινωνία. Η εμπιστοσύνη είναι, όμως, πάντοτε συνυφασμένη με τον βαθμό διακινδύνευσης και την αβεβαιότητα που υπάρχει σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης είμαστε ενώπιον ενός τέτοιου πλαισίου. Δεν είναι τυχαίο ότι από αυτήν την κατακρήμνιση εμπιστοσύνης, σχεδόν οι μόνοι θεσμοί που διασώζονται με ικανοποιητικό ή και υψηλό δείκτη εμπιστοσύνης είναι οι δημόσιοι θεσμοί: Πυροσβεστική, ΟΤΕ, Ολυμπιακή(!), πανεπιστήμια, Συνήγορος του Πολίτη συγκροτούν μέρη ενός δημόσιου χώρου που γίνεται καταφύγιο του φόβου των πολιτών από τον κίνδυνο της ανεργίας, της κοινωνικής ανασφάλειας και της αυθαιρεσίας της γραφειοκρατίας.

Η αξιολόγηση των θεσμών φανερώνει κοινωνικά αδιέξοδα. Ενώπιον μιας ρευστής κοινωνικο–οικονομικής πραγματικότητας, οι πολίτες επιστρέφουν σε ιδεολογικές επιλογές μιας παρελθούσας κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτές προσδίδουν ψυχολογική ασφάλεια αλλά, δυστυχώς, δεν θεραπεύουν τις αιτίες της ανασφάλειας και του φόβου.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Καθημερινή και αφορά ανάλυση στοιχείων από την έρευνα της Public Issue για την Πολιτική Εμπιστοσύνη.

Βλ. σχ. στη διεύθυνση http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_1_28/12/2008_297513 - όπου και τα στοιχεία της έρευνας και επιπλέον σχολιασμός τους.

Το γράφημα από κείμενο των R. Dalton και St. Weldon και έρευνα της CSES, βλ. http://www.umich.edu/~cses/resources/results/POP_May2005.htm

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Τέλος της Μεταπολίτευσης;




Ελλείμματα δημοκρατικής ποιότητας και κρίση πολιτικής

Από την αποκατάστασή του μετά την πτώση της δικτατορίας, το δημοκρατικό μας πολίτευμα διακρίθηκε από σταθερότητα και ικανότητα διαχείρισης των δυσκολιών της δημοκρατικής μετάβασης. Οι θεσμικές συνιστώσες του κατέστησαν την ελληνική δημοκρατία ολοκληρωμένη και πλήρως αποκομμένη από το μοντέλο της «αυταρχικής» και «καχεκτικής δημοκρατίας» της προδικτατορικής περιόδου. Μπορεί διαδικαστικά και λειτουργικά η μεταπολιτευτική δημοκρατία να είναι ώριμη και ολοκληρωμένη, όμως εμφανίζει ελλείμματα ποιότητας. Η εξακολουθητική διαπλοκή στις σχέσεις κράτους-εκκλησίας και η αμετακίνητη συνταγματική αναγνώριση της θέσης της «επικρατούσας θρησκείας» στην Ορθοδοξία ανήκει στα ελλείμματα της δημοκρατίας. Στα ελλείμματα αυτά συγκαταλέγεται η συχνή πλειοδοσία στην ιδεολογία του εθνικισμού και η στήριξη κλειστών κοσμοαντιλήψεων στην οποία επιδίδεται ένα άτυπο «καρτέλ των ελίτ» αποτελούμενο από εκείνους που παρακολουθούν με αμυντικά αντανακλαστικά την προσαρμογή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας στα προαπαιτούμενα του μεταδιπολικού κόσμου.


Έλλειμμα ποιότητας της δημοκρατίας αποτελεί η αυξανόμενη αναντιστοιχία μεταξύ του ιδεολογικο-πολιτικού προσανατολισμού των πολιτών και των επιλογών των κομματικών παραγόντων. Στα γνωρίσματα της ελληνικής πολιτικής πριν τη δικτατορία ανήκει ο πολωτικός χαρακτήρας της. Στα επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής πολιτικής ανήκει η γεφύρωση των κοινωνικών σχάσεων και η αποκλιμάκωση του ριζοσπαστικού δυναμικού των κοινωνικών συγκρούσεων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 παρατηρήθηκε μια τάση συγκέντρωσης του εκλογικού σώματος σε κεντρώες θέσεις του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς και προτίμηση εκ μέρους της πλειοψηφίας του συναινετικών μεθόδων διακυβέρνησης. Ενώ, όμως, το εκλογικό σώμα κινείται συναινετικά, τα κόμματα και οι πολιτικές ηγεσίες επιλέγουν την πόλωση στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Οι πολίτες αμφισβητούν τα κόμματα επειδή δεν είναι αποτελεσματικά στην επίλυση προβλημάτων, αλλά και επειδή νοιώθουν ότι έχουν εγκαταληφθεί από αυτά.


Κομβικό ζήτημα για την ποιότητα μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι η σχέση των κομμάτων με το κράτος και τους παράγοντες οικονομικής και επικοινωνιακής δύναμης. Κατά την τελευταία δεκαετία οι πολίτες με έκπληξη και δυσθυμία παρακολουθούν έναν μετωπικό εκλογικό αγώνα των κομμάτων, μια αγαστή συνεργασία όμως των κομμάτων της διακυβέρνησης και εναρμονισμένες διακομματικές πρακτικές όσον αφορά τη διείσδυσή τους στο κράτος για τη ρύθμιση ζητημάτων όπως είναι η χρηματοδότησή τους, η ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων, οι προνομίες των μέσων ενημέρωσης, κ.λπ. Ακόμη, με έκπληξη και δυσθυμία οι πολίτες παρακολουθούν τη μετατροπή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε μια δημοκρατία δημοσκοπική: η πολιτική διαδικασία συρρικνώνεται σε ένα εγχείρημα απλής μετατροπής της «γνώμης του λαού» σε πολιτική πράξη.


Πολλοί στις ημέρες μας κάνουν λόγο για κρίση του διπολισμού και του συστήματος της ανταγωνιστικής διακυβέρνησης. Εάν, ωστόσο, μελετήσει κανείς προσεκτικότερα τη συμπεριφορά των πολιτών, διαπιστώνει ότι ένα κλίμα αμφισβήτησης απλώνεται στο κομματικό σύστημα: έλλειμμα εμπιστοσύνης στις ηγεσίες των κομμάτων και περιορισμένες προσδοκίες από κάθε δυνατό συνδυασμό κυβερνητικής πρότασης αποτελούν μερικές ενδείξεις ότι η κρίση δεν αφορά μόνο το διπολικό σύστημα διακυβέρνησης αλλά το κομματικό σύστημα συνολικά. Όταν σε ένα κομματικό σύστημα κεντρώας τάσης όσον αφορά τον ιδεολογικο-πολιτικό προσανατολισμό των πολιτών, οι τελευταίοι κάνουν επιλογές κομμάτων που βρίσκονται ένθεν και ένθεν των κομμάτων κεντρώας τάσης, τότε αυτό που διακρίνει ένα τέτοιο σύστημα είναι το δυναμικό διαμαρτυρίας που έχει σωρρευτεί στο εσωτερικό του. Αν κάτι χαρακτηρίζει την 36χρονη δημοκρατία της μεταπολίτευσης σήμερα είναι το ισχυρό δυναμικό διαμαρτυρίας που την πολιορκεί. Ζητούμενο για το κομματικό σύστημα είναι τα κόμματα να στοιχηθούν όχι στο θυμικό της διαμαρτυρίας αλλά να αναδείξουν ό,τι το δυναμικό της διαμαρτυρίας θέλει να πει.


Η φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου του Robert Dahl, On Democracy (Yale University Press).

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

O Λόγος της Αντι-μετανάστευσης



Lingua Faltsa

Εφέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη διακρατική συμφωνία που είχαν υπογράψει η Γερμανία και η Ελλάδα, με βάση την οποία για πολλές εκατοντάδες χιλιάδες συμπολιτών μας άνοιξε ο δρόμος της μετανάστευσης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η επέτειος δίνει αφορμές για σκέψη και σύγκριση με το σήμερα.

Μετανάστες που εργάστηκαν στα εργοστάσια της Γερμανίας αποκλήθηκαν Gastarbeiter, δηλαδή «φιλοξενούμενοι εργάτες», σύμφωνα με την επί λέξει μετάφραση της έννοιας στα ελληνικά. Παρά τον προφανή λεκτικό ευφημισμό που η έννοια εμπεριέχει με τη χρήση της λέξης «φιλοξενία» ως πρώτου συνθετικού, απροκάλυπτα παραμένουν τα δυσοίωνα νοήματά της: οι εργάτες-μετανάστες έχουν προσωρινά ως τόπο κατοικίας τους τη Γερμανία, η οποία τους προσφέρει εργασία, όχι όμως τη δυνατότητα μόνιμης εγκατάστασης ούτε την προοπτική μιας δεύτερης πατρίδας.

Αν και στη Γερμανία δημιουργήθηκε τελικώς ένα επιτυχημένο μοντέλο ενσωμάτωσης μεταναστών, η έννοια «Gastarbeiter» μεταβλήθηκε σε ένα γλωσσικό κλισέ που εμπεριέκλειε όλες τις παραπάνω νοηματικές συνδηλώσεις. Γι’αυτό οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από την πλευρά της κριτικής δημοσιότητας και της διανόησης η έννοια να υποκατασταθεί από εκείνη του «αλλοδαπού εργαζόμενου» έπεσαν στο κενό: Η γλώσσα των κλισέ «σκέπτεται» και «κατασκευάζει» νοηματικά περιεχόμενα για τον εκάστοτε ομιλούντα που τα χρησιμοποιεί, με αποτέλεσμα μια τέτοια γλώσσα να έχει μεγαλύτερη δύναμη επιβολής από γλωσσικές φόρμες που προωθούν έναν διαφοροποιημένο εκφραστικό λόγο. Την επιβολή ενός παρόμοιου γλωσσικού κλισέ βιώνουμε στις μέρες μας, με επίκεντρο την εγχώρια συζήτηση για χορήγηση του δικαιώματος απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας σε μετανάστες που ζουν και εργάζονται στη χώρα επί μακρόν.


Δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία. Η συνέχεια του άρθρου εδώ

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=130569


Η εικόνα είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου του Colin Wilson, Ο Ξένος (The Outsider), Εκδόσεις Οξύ

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Ευρωσκεπτικισμός & Πολιτική Διαμαρτυρία


Η Ακροδεξιά δεν είναι μόνο προϊόν της κρίσης

"Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υψηλά ποσοστά συγκέντρωσαν τα κόμματα που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της πολιτικής διαμαρτυρίας. Έτσι θα χαρακτηρίσουμε το πολιτικό φάσμα, στο οποίο συγκεντρώνονται κομματικές δυνάμεις που λειτουργούν ως συλλέκτες ή και ως πολλαπλασιαστές της πολιτικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας των πολιτών.
Μιλώντας γενικά, η δυσαρέσκεια και η διαμαρτυρία αυτή είναι στοχευμένη άλλοτε εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και άλλοτε εναντίον της εθνικής πολιτικής σκηνής των επιμέρους κρατών-μελών της Ε.Ε. Οι κομματικές δυνάμεις που εκφράζουν τα κάθε είδους αντιευρωπαϊκά συναισθήματα συγκροτούν το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού, ενώ ο αντικομματισμός, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και το πολιτικό προσωπικό, αλλά και η εναντίωση στον διαρκώς διευρυνόμενο πολιτισμικό πλουραλισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών αποτελούν πολιτικές στάσεις, τις οποίες καλλιεργεί η άκρα δεξιά.

Ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, όπως το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (έλαβε 17,4%), η Λίστα του Χανς-Πέτερ Μάρτιν στην Αυστρία (17,7%), το κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης των αδελφών Κατσίνσκι στην Πολωνία (27,4%), το Λαϊκό Κίνημα κατά της Ευρώπης στη Δανία (7%), ανήκουν στους κερδισμένους των Ευρωεκλογών.
Στους κερδισμένους συγκαταλέγονται και αρκετά κόμματα από την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, όπως το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία, το οποίο διπλασίασε το εκλογικό ποσοστό του σε σχέση με το 2004 (12,7% από 6,3%), το ίδιο όπως και το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (14,8% από 6,8%).
Πάντως, μεταξύ των κομμάτων της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, την εντυπωσιακότερη άνοδο σημείωσε το Κόμμα της Ελευθερίας στην Ολλανδία: Πρόκειται για ένα νέο κόμμα, το οποίο με τις εθνικο-λαϊκιστικές και τις αντι-ισλαμικές θέσεις τού ιδρυτή του Γκέερτ Βίλντερς απογειώθηκε εκλογικά στο 17% σημειώνοντας το δεύτερο καλύτερο αποτέλεσμα μεταξύ των ολλανδικών κομμάτων, τερματίζοντας πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες του κυβερνώντος CDA, αλλά αρκετά μπροστά σπό τους Εργατικούς του PvdA.
.."

Η συνέχεια στο περιοδικό Μεταρρύθμιση, http://www.metarithmisi.gr/el/readArchives.asp?catID=4&subCatID=9&textID=882

Για τις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Ομάδες, βλ. σχ. http://www.europarl.europa.eu/parliament/public/staticDisplay.do?id=45&pageRank=4&language=EL

Ανάλυση των Ευρωεκλογών 2009, βλ. σχ. http://www.europarl.europa.eu/parliament/public/staticDisplay.do?language=EL&id=40

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Πολιτικά Κόμματα


Απόσπασμα από το άρθρο μου με τίτλο "Πώς γεμίζει η δεξαμενή της άκρας δεξιάς;", δημοσιευμένο στο βιβλίο "Κόμματα και Πολιτική στην Ελλάδα", επιμέλεια Γ. Κωνσταντινίδη, Ν. Μαραντζίδη, Τ. Παππά, Εκδ. Κριτική, 2009.

"Kατά τις δύο και πλέον τελευταίες δεκαετίες ερωτήματα περί της ανανέωσης και του μετασχηματισμού της κομματικής σκηνής στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολιτικο-επιστημονικών αναλύσεων. Ο σχετικός προβληματισμός συμπυκνώθηκε στην όλη γνωστή συζήτηση περί της «αποευθυγράμμισης/αποστοίχισης» (dealignment) και της «επανευθυγράμμισης/επαναστοίχισης» (realignment) των ψηφοφόρων από τα κόμματα. Οι υπέρμαχοι της θέσης της «αποευθυγράμμισης» και της «επανευθυγράμμισης» είναι πολλοί. Ενδεικτικά αναφέρω το συλλογικό έργο των Dalton και Wattenberg (2000), στο οποίο μερικοί από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες των ημερών μας συμπυκνώνουν παλιότερες θέσεις τους και επεξεργάζονται πλούσιο εμπειρικό υλικό υποστηρίζοντας την αποδέσμευση των ψηφοφόρων από τα κόμματα, τη φθορά των συναισθηματικών, οργανωτικών και ιδεολογικών δεσμών ψηφοφόρων-κομμάτων, την «παρακμή των κομμάτων» και την υποκατάσταση του ρόλου τους από νέες «μη-κομματικές μορφές δράσης», για να χρησιμοποιήσω ορισμένες χαρακτηριστικές διατυπώσεις του Dalton (2000: 23, 32). Ο αντίλογος στις προαναφερθείσες θέσεις έχει, επίσης, προ καιρού διατυπωθεί. Με επιστημονικό πάθος έχει συνεισφέρει στο σχετικό αντίλογο ο Mair (1993), ο οποίος θεωρεί «μύθο» την εκλογική μεταβολή και περισσότερο άξιο μελέτης το φαινόμενο της «ανθεκτικότητας» των παραδοσιακών/«παλιών» κομμάτων στις ώριμες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου.
Ωστόσο, ανάμεσα στις προαναφερθείσες οριακές θέσεις: «παρακμή των κομμάτων» από τη μια μεριά, «μύθος της εκλογικής μεταβολής» από την άλλη, χωρά και μια τρίτη περιγραφή.

Η εκλογική μεταβλητότητα αποτελεί αναντίρρητα ένα σύμπτωμα των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών δημοκρατιών, που έχει εμπειρικά αποτυπωθεί στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα , χωρίς ωστόσο να απολήγει ευθέως η παρατηρούμενη μεταβλητότητα σε ρευστότητα του κομματικού τοπίου. Για να εκφράσω διαφορετικά τις σκέψεις αυτές: μπορεί η εκλογική μεταβλητότητα να μην αποτελεί «μύθο», ωστόσο η αντίληψη ότι η χαλάρωση των συλλογικών (μεταξύ αυτών και των κομματικών) ταυτίσεων οδηγεί σε μεταβολή των πολιτικών και κομματικών προτιμήσεων των ψηφοφόρων, συνιστά μια απλοποίηση. Στην κρίση του περί του «μύθου της εκλογικής μεταβολής» ο Mair μάλλον σφάλλει (την αυξανόμενη εκλογική μεταβλητότητα στις ύστερες μεταπολεμικές δεκαετίες πιστοποιούν με στοιχεία τους και οι Dalton, McAllister και Wattenberg), έχει ωστόσο δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι «εξακολουθούμε να αναστοχαζόμαστε το πολιτικό ως μια λίγο έως πολύ αυτόματη αντανάκλαση του κοινωνικού». Ότι δηλαδή «όταν αλλάζει η κοινωνία υποθέτουμε ότι αλλάζει αυτομάτως και η πολιτική και όταν γίνονται δυσδιάκριτοι οι ταξικοί ή άλλοι κοινωνικοί διαχωρισμοί υποθέτουμε ότι ακολουθεί αναπότρεπτα η εκλογική μεταβολή» (Mair 1993: 129-130). H πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική και ενίοτε πιο σύνθετη, καθώς έχει αποδειχθεί ότι οι πολιτικές διαιρέσεις και οι κομματικές ευθυγραμμίσεις μπορούν να επιβιώσουν των κοινωνικών αιτίων που τις προκάλεσαν, με αποτέλεσμα οι κομματικές ευθυγραμμίσεις των ψηφοφόρων (party alignment) να αποδεικνύονται ανθεκτικότερες από τις κομματικές ταυτίσεις (party identification) του εκλογικού σώματος.


Σε ό,τι αφορά στο ελληνικό κομματικό σύστημα και ειδικότερα σε ό,τι αφορά στον κεντροδεξιό και δεξιό πόλο του, ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε τη διάταξη των κομματικών δυνάμεων στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, καθώς και τις μεταβολές που συντελούνται στην περιοχή αυτή του κομματικού συστήματος από το 2000 και μετά, όταν στο δεξιό άκρο της κομματικής σκηνής κάνει την εμφάνισή του το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (ΛΑ.Ο.Σ.). Ήταν η χαλάρωση των κομματικών ταυτίσεων μερίδας των συντηρητικών εκλογέων με τη Νέα Δημοκρατία (Ν.Δ.) ο λόγος που οδήγησε στην ίδρυση ενός κόμματος στα δεξιά της επί του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα ή ήταν η αλλαγή στη στρατηγική αντιμετώπισης του ακροδεξιού κομματικού χώρου εκ μέρους της Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή, συγκριτικά με την αντίστοιχη στρατηγική του ιδρυτή της, η αιτία που δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας αυτοδύναμης παρουσίας του ΛΑ.Ο.Σ. στην κομματική σκηνή; Η διατύπωση του ερωτήματος κατ’αυτό το διαζευκτικό σχήμα κάθε άλλο παρά αποκλείει συνθετικού τύπου απαντήσεις. Με άλλα λόγια, η «κρίση των κομμάτων» και η ιδεολογικο-πολιτική «ομογενοποίηση» των κυβερνητικών κομμάτων μπορεί να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάδειξη νέων κομμάτων: διαμαρτυρίας ή/και ιδεολογικής ακαμψίας.

Αυτή, ωστόσο, η διαπίστωση είναι γενική προκειμένου να εξηγηθεί η κινητικότητα στην κομματική σκηνή, σε περιοχές συνήθως ένθεν και ένθεν των κομμάτων που είναι σε «κρίση» και «συγκλίνουν». Πολλώ μάλλον που τα τελευταία συχνά έχουν επιβιώσει αρκετά καλά σε συνθήκες κρίσης (βλ. Schmidt 1983), ενώ η διεύρυνση της πολυσυλλεκτικότητας έχει οδηγήσει τα κόμματα σε εκλογικούς θριάμβους. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι άλλοτε υπάρχουν περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη δημιουργία νέων κομμάτων, τα κόμματα που θίγονται από μια ενδεχόμενη διεύρυνση του κομματικού πλουραλισμού ή και από ευρύτερες ανακατατάξεις στο κομματικό σύστημα ποιες στρατηγικές εφαρμόζουν προκειμένου να απαντήσουν σε μια τέτοια νέα πραγματικότητα; Εν τέλει, πώς απάντησε η Ν.Δ. στην πρόκληση που δέχθηκε από τα δεξιά της τόσο κατά την πρώτη περίοδο (κόμματα του «εθνικού χώρου») όσο και κατά την ύστερη περίοδο της μεταπολίτευσης (ΛΑ.Ο.Σ.);"

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Η "πολύπλοκη αλχημεία" της άκρας δεξιάς



Από την Εισαγωγή μου στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Paul Hainsworth (ed.), Η Ακροδεξιά. ιδεολογία-Πολιτική-Κόμματα, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση 2004


"…Όπως προκύπτει από την ποικιλία στον ιδεολογικο-πολιτικό προσανατολισμό της νέας άκρας δεξιάς, αυτή εμφανιζόμενη άλλοτε με τα μορφολογικά γνωρίσματα του δεξιού αυταρχισμού, άλλοτε πάλι με εκείνα του προνοιακού σοβινισμού και άλλοτε του λαϊκιστικού αντικρατισμού, παρουσιάζεται διαρκώς ως το αποτέλεσμα της ανάμειξης και της συγχώνευσης σε έναν ενιαίο κορμό μεταξύ τους αντιφατικών ή και αντιθετικών κοινωνικών αιτημάτων και πολιτικών ρευμάτων. Aποδίδοντας στη νέα άκρα δεξιά τον χαρακτηρισμό «πολύπλοκη αλχημεία», ο Hainsworth, πέρα από τα όποια ειδικά γνωρίσματα της προσάπτει, αναδεικνύει κατ’ ουσίαν ως κυρίαρχο στοιχείο της τη λειτουργία της σύντηξης και συναίρεσης που, ως δυνατότητα, εντοπίζεται στη μήτρα του φαινομένου της νέας ακροδεξιάς. Kατά τη γνώμη μας, η λειτουργία αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να αρθεί η πολιτική χασμωδία που εμφανίζεται από τη συνάντηση αντιφατικών και αντιθετικών πολιτικο-ιδεολογικών ρευμάτων, αλλά και προκειμένου να μετατραπεί αυτή η χασμωδία σε πολυσυλλεκτικότητα (ή, τουλάχιστον, σε πολυσυλλεκτική διαθεσιμότητα) όσον αφορά τη διεισδυτικότητα της νέας άκρας δεξιάς στο εκλογικό σώμα. Mια τέτοια λειτουργία, η οποία θα συναιρεί ή και θα συντήκει στην ιδεολογία και τον πολιτικό/προγραμματικό λόγο της νέας άκρας δεξιάς ιδέες και αντιλήψεις μιας υπερσυντηρητικής και αυταρχικής δεξιάς, μαζί με ορισμένες οικονομικές αντιλήψεις του πολιτικού κέντρου ή, ακόμη, και με ορισμένες ριζοσπαστικές κοινωνικές αντιλήψεις των άκρων στα αριστερά του πολιτικού κέντρου, χρειάζεται ένα ειδικό μέσον που θα προσανατολίζει και θα κινητοποιεί προς μια συγκεκριμένη ιδεολογικο-πολιτική κατεύθυνση το μείγμα που προκύπτει. H σαφής κλίση προς την ακροδεξιά που προσλαμβάνει το συνηρημένο μείγμα, αυτή η ακροδεξιά σύντηξη, αναδεικνύεται μέσα από την προβολή και την υπεράσπιση οργανικών αντιλήψεων για το λαό και την κοινωνία, καθώς και εθνοτικών προσδιορισμών για το έθνος και την εθνική ταυτότητα, επικρατούσα παραλλαγή των οποίων αποτελεί η ξενοφοβία και ο διαφορικός ρατσισμός. Eίναι ενδεικτικό ότι σαφή στοιχεία τέτοιων αντιλήψεων, τα οποία οδηγούν σε μια ποικιλία προκαταλήψεων, απροκάλυπτα εντοπίζονται ή, έστω, ελλοχεύουν σε επιμέρους πολιτικά ρεύματα που συναντώνται στην ιδεολογία και στην πολιτική και προγραμματική παρουσία της νέας ακροδεξιάς..."

Για το βιβλίο, βλ. επίσης τη Βιβλιοκριτική της Ντόρας Γιαννάκη στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας:
http://archive.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=14/01/2005&id=41159680

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

ΜΑΘΗΜΑ: Περί Δημοκρατίας


ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ: ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ, ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΑ, ΜΙΚΤΑ
[Μάθημα υποχρεωτικό επιλογής 4ου εξαμήνου]
Διδάσκουσα: αν. καθ. Βασιλική Γεωργιάδου

Περιγραφή:
Στο επίκεντρο του γνωστικού ενδιαφέροντος του μαθήματος βρίσκονται τα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης (κοινοβουλευτικά, προεδρικά, αμεσοδημοκρατικά), τα οποία –σε παραλλάγες και αποκλίσεις από τον σχετικό ιδεότυπο– έχουν υιοθετηθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Στο μάθημα θα παρουσιαστούν οι κύριες μορφές των συστημάτων διακυβέρνησης και θα αναζητηθούν οι ιστορικο-πολιτισμικές καθώς και οι πολιτικο-θεσμικές προϋποθέσεις που συμβάλλουν στην καθιέρωση των διαφορετικών αυτών μορφών.

Τα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης θα εξεταστούν, επίσης, από τη σκοπιά των αρχών που διέπουν τη διευθέτηση των διαφορετικών κοινωνικο-οικονομικών συμφερόντων και την επίλυση των συγκρούσεων. Διάκριση θα γίνει μεταξύ των συστημάτων διακυβέρνησης που διέπονται από την ανταγωνιστική αρχή (πρόκειται για το «ουεστμινστεριανό μοντέλο» δημοκρατίας) και εκείνων που διέπονται από τη συναινετική αρχή (πρόκειται για το «διαπραγματευτικό μοντέλο» δημοκρατίας). Επιπλέον, θα εξεταστούν «ενδιάμεσα» συστήματα διακυβέρνησης, στα οποία τόσο το στοιχείο του ανταγωνισμού όσο και το στοιχείο της συναίνεσης είναι παρόντα στην οργάνωση των πολιτικών θεσμών και στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.

Μελετώντας τα συστήματα διακυβέρνησης από τυπική-περιγραφική, αλλά και από εμπειρική-αναλυτική σκοπιά, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στο θεσμικό περιβάλλον των διαφορετικών συστημάτων διακυβέρνησης, στην ποιότητα της δημοκρατίας και στα αποτελέσματα της πολιτικής που προκύπτουν από τη λειτουργία τους. Μάλιστα, καθώς η έννοια της συναίνεσης έχει εισέλθει στον δημόσιο διάλογο κατά τρόπο αδιαφοροποίητο, ενώ ο τύπος της «συναινετικής δημοκρατίας» συχνά εκλαμβάνεται ως πρότυπο προς το οποίο οφείλουν να προσαρμοστούν τα συστήματα διακυβέρνησης προκειμένου να υπερβούν τις αδυναμίες τους, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στους υπάρχοντες επιμέρους τύπους συναινετικών (ορθότερο: διαπραγματευτικών) δημοκρατιών και στις συνθήκες που οδηγούν στην ανάδειξή τους.

Καθώς τα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης παρουσιάζουν εμφανείς δυσλειτουργίες και, συν τω χρόνω, περιορίζεται ο βαθμός αποδοχής τους από το εκλογικό σώμα των κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας, στο μάθημα θα αναζητηθούν οι αιτίες αυτής της κατάστασης: Κατά πόσο η μείωση της εκλογικής συμμετοχής και οι διεργασίες «αποευθυγράμμισης» των ψηφοφόρων από τα κόμματα που παρατηρούνται στα ανταγωνιστικά μοντέλα δημοκρατίας, αλλά και η ενίσχυση του ακροδεξιού πόλου που λαμβάνει χώρα στα συναινετικά μοντέλα, καθώς και το διαρκές «μπλοκάρισμα» της πολιτικής που χαρακτηρίζει τα μικτά/ενδιάμεσα συστήματα διακυβέρνησης αποτελούν συνέπειες των λειτουργικών αρχών που διέπουν τα διαφορετικά αυτά μοντέλα δημοκρατίας;

•Στη διάρκεια των μαθημάτων θα προσκληθούν επιστήμονες και άτομα με ειδική γνώση σε επιμέρους θεματικές, προκειμένου να προσεγγίσουμε το γνωστικό μας αντικείμενο πολύπλευρα και να αξιοποιήσουμε κατάλληλα διαφορετικές πηγές πληροφόρησης και γνώσης.
•Θα προγραμματιστεί επίσκεψη στην Ελληνική Βουλή από ομάδα φοιτητών/τριών που παρακολουθούν το μάθημα.

Τρόπος εξέτασης και συμμετοχής στο μάθημα:
Οι εξετάσεις στο μάθημα είναι προφορικές.
Φοιτητές/-τριες που μετέχουν συστηματικά στις παραδόσεις, έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν την επεξεργασία επιμέρους θεμάτων, τα οποία εντάσσονται στη διδακτέα ύλη και με τη μορφή σύντομων εισηγήσεων να παρουσιάσουν τα θέματα που έχουν επεξεργαστεί στο μάθημα, συμβάλλοντας στη βελτίωση της τελικής αξιολόγησής τους.
Θέματα εισηγήσεων ορίζονται μετά από συνεννόηση με τη διδάσκουσα.

Κατάλογος Συγγραμμάτων:
(Επιλογή δύο από τα αναφερόμενα τέσσερα βιβλία)
•Manfred G. Schmidt, Θεωρίες της Δημοκρατίας, Αθήνα: Σαββάλας, 2004.
•Franz Lehner & Ulrich Widmaier, Συγκριτική Πολιτική, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο 2007.
•Robert Dahl, Περί Δημοκρατίας, Αθήνα: Ψυχογιός, 2001.
•Βασιλική Γεωργιάδου, Η Άκρα Δεξιά και οι Συνέπειες της Συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία, Αθήνα: Καστανιώτης 2008.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
•Armingeon, K., «The Effects of Negotiation Democracy: A Comparative Analysis», Εuropean Journal of Political Research, τεύχ. 41(1), 2002, σελ. 81-105.
•Alan R. Ball & B. Gay Peters, Σύγχρονη πολιτική και διακυβέρνηση, Αθήνα: Παπαζήση 2001.
•David Held, Μοντέλα Δημοκρατίας, Αθήνα: Πολύτροπον, 2007.
•Andrew Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, Αθήνα: Πόλις, 2006.
•Rod Haque & Martin Harrop, Συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση, Αθήνα: Κριτική 2005.
•Η. D. Klingemann & D. Fuchs (eds), Citizens and the State, New York: Oxford University Press.
•Κόλιν Κράουτς, Μεταδημοκρατία, Αθήνα: Εκκρεμές 2006
•Arendt Lijphart, Patterns of Democracy. Government Forms and Performance in Thirty-Six Countries, New Haven & London: Yale University Press, 1999.
•Giovanni Sartori, Συγκριτική Συνταγματική Μηχανική, Αθήνα: Παπαζήση, 2007.
•Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, Αθήνα: Πόλις 2004.
• Pippa Norris (ed.), Critical Citizens. Oxford: Oxford University Press 1999.
•Τσεμπελής, Γιώργος, «Λήψη αποφάσεων στα πολιτικά συστήματα: αρνησίκυροι παίκτες», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών (ειδική έκδοση), Αθήνα 2003

Περιοδικά με αφιερωματικά τεύχη για τη δημοκρατική διακυβέρνηση:
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τεύχος 24/2010, «Διακυβέρνηση».

Θεματικές ενότητες:
•Εισαγωγή στην προβληματική του μαθήματος (03.03.)
•Ορίζοντας τις έννοιες και συζητώντας για τις διαδικασίες:
Δημοκρατία – Εκδημοκρατισμός – Διακυβέρνηση – Συναίνεση (10.03.)
•Αντιπροσωπευτικά συστήματα διακυβέρνησης και αμεσοδημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης: Η θεσμική διάσταση των εξουσιών (17.03.)
•Ανταγωνιστικά και συναινετικά συστήματα διακυβέρνησης:
τρόποι διευθέτησης των κοινωνικο-οικονομικών συγκρούσεων και λήψης των πολιτικών αποφάσεων (24.03)
•Αναλύοντας τα προεδρικά συστήματα διακυβέρνησης:
Η περίπτωση των ΗΠΑ (14.04)
•Ανταγωνιστική δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός στη Μεγάλη Βρετανία (21.04)
•Αναλογική δημοκρατία και ιδιότυπο «πελατειακό σύστημα» στην Αυστρία (28.04.)
•Απαγορεύοντας τους μιναρέδες συναινετικά και αμεσοδημοκρατικά: δημοψηφίσματα και ψηφοφορίες βάσης στην Ελβετία (05.05.)
•Ομοσπονδιακή δημοκρατία και «δημοκρατία του καγκελάριου»:
«μπλοκαρισμένο» σύστημα διακυβέρνησης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (12.05).
•Δημοκρατικά και «μεταδημοκρατικά» συστήματα διακυβέρνησης.
Η περίπτωση της Δεύτερης Ιταλικής Δημοκρατίας και το «φαινόμενο Μπερλουσκόνι» (19.05.)
•Αξιολογώντας τα συστήματα διακυβέρνησης:
πότε μια δημοκρατία είναι «καλύτερη» από μια άλλη; (26.05.)
•Δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης σε κρίση;
Το πρόβλημα του «δημοκρατικού ελλείμματος» και οι γνώμες των πολιτών για τη δημοκρατία (02.06.)