Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Απαξίωση της δημοκρατίας και εξτρεμιστική βία


Ο εξτρεμισμός αποτελεί έναν «κινούμενο στόχο», έγραψε ένας σύγχρονος μελετητής του θέλοντας να επισημάνει την συνθετότητα και την ποικιλομορφία των εκφράσεων που έχει προσλάβει το φαινόμενο στο σύγχρονο κόσμο. Από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 έως τη 13η Νοεμβρίου 2015, μητροπόλεις του δυτικού κόσμου και αστικά κέντρα της καπιταλιστικής περιφέρειας, ειδυλλιακοί επαρχιακοί παράδεισοι και φημισμένοι τόποι θρησκευτικής λατρείας, γειτονιές-γκέτο συμμοριών, πολυσύχναστες πλατείες, χώροι αναψυχής και μέσα μαζικής μεταφοράς μεταβλήθηκαν σε στόχους και έγιναν θέατρο των πλέον σκληρών μορφών εκδήλωσης της βίαιης εξτρεμιστικής δράσης.
Η τρομοκρατία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ο τζιχαντισμός, ο νεοναζισμός, ο χουλιγκανισμός αποτελούν κατεξοχήν φαινόμενα της εποχής. Όχι ότι δεν προϋπήρχαν της στροφής του αιώνα. Ωστόσο, μόνο μετά την 11/9 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους άρχισε να συνειδητοποιείται το μέγεθος της απειλής. Επρόκειτο για την ύπαρξη ενός σοβαρού αποθέματος βίας μέσα στην καρδιά του δυτικού κόσμου και της διαθεσιμότητας δικτύων ή μεμονωμένων ατόμων με ως επί το πλείστον θρησκευτικά, ρατσιστικά και σεξιστικά κίνητρα να κάνουν χρήση του αποθέματος αυτού. Επιπλέον, μετά την πολύνεκρη διπλή επίθεση στο Παρίσι, αλλά και το πρόσφατο θανατηφόρο χτύπημα ένοπλων ισλαμιστών επί αμερικανικού εδάφους για πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, γίνεται αντιληπτό ότι τα συστήματα εθνικής και διεθνούς ασφάλειας είναι τρωτά απέναντι σε μια εν εξελίξει ευρισκόμενη εξτρεμιστική κινητοποίηση.
Τι προκαλεί μια τέτοια κινητοποίηση και τι μπορεί να την ανακόψει; Συχνά η έξαψη των φαινομένων πολιτικο-κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και βίαιου εξτρεμισμού διασυνδέεται εμφατικά με τις μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ που στο όνομα της πάταξης της διεθνούς τρομοκρατίας ανέτρεψαν το καθεστώς των Ταλιμπάν και του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είχε, ωστόσο, σοβαρές «παράπλευρες» συνέπειες, καθώς διαταράχθηκαν οι πολιτικές ισορροπίες σε περιφερειακό επίπεδο και δημιουργήθηκε μια στρατιά εξτρεμιστών, ένα τμήμα από τους οποίους είχε αρχικώς χρησιμοποιηθεί στη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας.
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο το έλλειμμα διεθνούς νομιμοποίησης και αυτές καθαυτές οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που προκάλεσαν αστάθεια και λειτούργησαν ως καταλύτης για την εμφάνιση στη διεθνή σκηνή ενός τύπου καταστροφικής βίας. Φαινόμενα πολιτικής βίας έκαναν, επίσης, την εμφάνισή τους στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας αναπτυγμένων χωρών ως αποτέλεσμα της δημιουργίας «παράλληλων κοινωνιών», όπως ονομάστηκαν θρησκευτικο-πολιτικοί θύλακοι μουσουλμάνων και μεταναστών που έχουν εντοπιστεί εντός τους. Στις «παράλληλες κοινωνίες» είναι εμφανές το έλλειμμα της κοινωνικής ενσωμάτωσης και η περιθωριοποίηση των μελών τους που γίνονται έρμαια οργανώσεων με φονταμενταλιστικό προσανατολισμό (μετρήθηκαν εκατοντάδες τέτοιες στη Γερμανία). Προσφέροντάς τους αναγνώριση και καλλιεργώντας τους αισθήματα θρησκευτικο-φυλετικής υπεροχής δημιουργούν στους νέους που είναι ενθυλακωμένοι στο εσωτερικό των «παράλληλων κοινωνιών» ένα υπόστρωμα ριζοσπαστικοποίησης και τη διαθεσιμότητα για χρήση βίας εναντίον της εκκοσμικευμένης δυτικής κοινωνίας.
Φαινόμενα, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, δεν επιδέχονται μονοσήμαντων εξηγήσεων. Ο εξτρεμισμός και η βίαιη κινητοποίηση που εκδηλώνονται στις ημέρες μας δεν είναι ‘απλώς’ η άλλη όψη του «ιμπεριαλισμού» και του «νεοφιλευθερισμού». Οι στρατολόγοι του βίαιου εξτρεμισμού δεν είναι μόνο όσοι (εξ-)οπλίζουν τους τζιχαντιστές και φανατίζουν νεαρούς μουσουλμάνους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Η ριζοσπαστικοποίηση, δηλαδή διεργασίες ρήξης με το status quo, όπως και η εξτρεμιστική κινητοποίηση που στοχεύει στη βίαιη κατάλυσή του, διαπερνούν εγκάρσια τις κοινωνικές τάξεις: παρότι στις αναταραχές στο Λονδίνο το 2011 συμμετείχαν νεαρά άτομα από τα φτωχά προάστια, οι δύο δράστες της αιματηρής επίθεσης στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνια ήταν ευκατάστατοι μουσουλμάνοι, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και (φαινομενικά) ενταγμένοι στην κοινωνία. Επιπλέον, ο ριζοσπαστισμός και ο εξτρεμισμός δεν εντοπίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα: πιο σημαντικό ρόλο από τις παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες διαδραματίζουν οι κοινωνικές δικτυώσεις και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα από τα οποία επηρεάζονται οι εκκολαπτόμενοι ριζοσπάστες και εξτρεμιστές.
Αν κάτι έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να τεθούν σε λειτουργία διεργασίες κοινωνικής ρήξης είναι τα συναισθήματα που διακατέχουν εκείνους, οι οποίοι εμφανίζουν διαθεσιμότητα ή και ετοιμότητα για κοινωνική ανατροπή. Η ελκυστικότητα και η φαντασμαγορία της βίας, η διεύρυνση της επιτρεπτικότητας που δημιουργεί η χρήση της, οι διαθέσεις για πολιτική διαμαρτυρία και καταγγελία που μπορεί να καταλάβουν ευρεία κοινωνικά στρώματα ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης και ιδεολογίας τους (π.χ. «Αγανακτισμένοι»), όλα τα παραπάνω είναι εκείνα που συνθέτουν το προφίλ όσων ριζοσπαστικοποιούνται με κατεύθυνση προς τις μορφές του βίαιου εξτρεμισμού.
Παρότι τα πορίσματα μελετών δεν είναι επαρκή για να αποκωδικοποιηθούν τα κίνητρα και το προφίλ των εξτρεμιστών, η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τη Βίαιη Ριζοσπαστικοποίηση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), οι μελέτες του A. Schmid (Terrorism Research Initiative) ή του M. Goodwin (Πανεπιστήμιο του Kent), τα αποτελέσματα ποιοτικών ερευνών του έργου για τον πολιτικό και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό στην Ελλάδα (ΠΑ.ΜΑΚ., Πάντειο Παν/μιο, Παν/μιο Κρήτης) αναδεικνύουν την κομβική σημασία των περί δημοκρατίας αντιλήψεων για την εμφάνιση διαθεσιμότητας υπέρ ή κατά της ριζοσπαστικοποίησης και του εξτρεμισμού. Στάσεις ισχυρής απόρριψης του πολιτικού συστήματος, απογοήτευσης και πολιτικής δυσαρέσκειας δημιουργούν προϋποθέσεις ριζοσπαστικοποίησης και εξτρεμισμού. Όσο περιορίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση, τόσο πιο εύφορο γίνεται το έδαφος για την υποστήριξη ριζοσπαστικών και εξτρεμιστικών δράσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαθεσιμότητα απέναντι στη χρήση ή τον εκθειασμό της βίας αναπτύσσεται πάνω σε προϋπάρχουσες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Έτσι, δεν αποκλείεται κλειστές θρησκευτικές πεποιθήσεις να δημιουργούν τάσεις ριζοσπαστικοποίησης διαβρώνοντας  ακόμη και ένα κατά τα άλλα φιλελεύθερο αξιακό πλαίσιο.
Η δημοκρατία έχει μεταβληθεί από χρόνια σε εναν σάκο του μποξ· ιδίως σήμερα, συχνά όσοι διεκδικούν την ψήφο των πολιτών έχουν ως αιχμή του δόρατος την –έστω μερική– απαξίωση του τρόπου λειτουργίας της δημοκρατίας. Όμως, το φιλελεύθερο-δημοκρατικό credo είναι το μοναδικό ισχυρό ανάχωμα στον εξτρεμισμό, ενώ όσοι καιροσκοπικά χτίζουν πάνω στον ισοπεδωτικό λαϊκισμό αποσαθρώνουν τα θεμέλια του δημοκρατικού καθεστώτος και ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου στον εξτρεμισμό. 

Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Βήμα (25.12.2015),
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=764537 

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ανασχεδιάζοντας μια κομματική επωνυμία: η περίπτωση του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου


Παρότι η πρωτιά του Εθνικού Μετώπου στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών στη Γαλλία χαρακτηρίστηκε ως «σοκ», η επικράτηση του κόμματος των Λεπέν δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Μετά τον «εκλογικό σεισμό» του 2002, όταν ο Ζαν Μαρί Λεπέν εκτόπισε τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών από τον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών, το κομματικό σύστημα της χώρας βρίσκεται σε παρατεταμένη ρευστότητα. Η αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία του Εθνικού Μετώπου, με την ανάδειξη της Μαρίν Λεπέν ως επικεφαλής του, διεύρυνε την εκλογική επιλεξιμότητα ενός ακροδεξιού κόμματος και τις προϋποθέσεις αλλαγών στην αρχιτεκτονική του γαλλικού δικομματισμού.
Συνηθίζουμε να αναλύουμε εκλογικά συμβάντα από τη σκοπιά «μεγάλων γεγονότων»: κρίση, τρομοκρατία, ανεργία, μετανάστευση εκλαμβάνονται ως εξηγητικές μεταβλητές μιας εκλογικής αναμέτρησης. Παρά τη σημαντικότητά τους, ένα αποτέλεσμα εκλογών κρίνεται όχι μόνο από τα διακυβεύματα που θα επικρατήσουν, αλλά και από το πώς θα τα διαχειριστούν οι κομματικοί δρώντες σε προγραμματικό και συμβολικό επίπεδο. Επιπλέον, όσο σημαντικότερα είναι τα πολιτικά διακυβεύματα, τόσο οι προτάσεις πρακτικής αντιμετώπισής τους από τις κατεστημένες κομματικές δυνάμεις θα υπολείπονται σε ελκυστικότητα του εναντιωματικού και πολωτικού λόγου των πολιτικών τους αντιπάλων.
Οι περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία έλαβαν χώρα στο δραματικό σκηνικό της πολύνεκρης επίθεσης τζιχαντιστών στο Παρίσι. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις προσέδωσαν εντονότερη πολιτική φόρτιση σε επίκαιρα κοινωνικο-πολιτισμικά διακυβεύματα (μετανάστευση, προσφυγικό), ενώ ανέδειξαν ερωτηματικά όσον αφορά τις αιτίες στρατολόγησης νεαρών Ευρωπαίων, συνήθως με μεταναστευτικό υπόβαθρο, στις τάξεις των εξτρεμιστών. Η κοινωνικο-οικονομική μιζέρια (η ανεργία μεταξύ των νέων Γάλλων αγγίζει το 25%) και η αδράνεια των Σοσιαλιστών που κυβερνά μια χώρα με στάσιμη οικονομία, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και υψηλές δημόσιες δαπάνες, σε συνδυασμό με μια εσωστρεφή και απαξιωμένη από σκάνδαλα διαφθοράς Κεντροδεξιά αντιπολίτευση, αφήνουν χώρο στο Εθνικό Μέτωπο να αλιεύσει ψήφους από παντού.
Πώς μετέτρεψε το Εθνικό Μέτωπο μια τέτοια πολιτική ευκαιρία σε εκλογική του επιτυχία; Πρόκειται για μια μετατροπή που συντελέστηκε μεθοδικά κινούμενη σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο της κομματικής οργάνωσης και σ’εκείνο της κομματικής αφήγησης. Με την αλλαγή σκυτάλης από τον Ζαν Μαρί στη Μαρίν Λεπέν, η νέα αρχηγός του Εθνικού Μετώπου έβαλε πλώρη για τον μερικό «ανασχεδιασμό» (rebranding) του προφίλ του κόμματος. Επιδίωξε να λειάνει τις αντισημιτικές του αναφορές και να ενισχύσει το αντιευρωπαϊκό του πιστεύω· επίσης, να διασυνδέσει τις αντιμεταναστευτικές και αντιισλαμικές θέσεις του με το ενδιαφέρον για τα ζητήματα εγκληματικότητας και εθνικής ασφάλειας. Στόχος της Λεπέν ήταν ο αποχαρακτηρισμός του Εθνικού Μετώπου ως ακροδεξιού κόμματος και η ταύτισή του με την επωνυμία (brand) μιας «πατριωτικής» και «αληθινής δεξιάς».
Σε μια τέτοια νέα επωνυμία διακριτή θέση κατέχει η καταγγελία από το Εθνικό Μέτωπο τόσο της αποκαλούμενης «ισχυρής Δεξιάς», όσο και των Σοσιαλιστών, δύο κομμάτων απέναντι στα οποία το Εθνικό Μέτωπο προβάλλει ως ένας αντισυμβατικός τρίτος πόλος. Η ιδιότητα του «νέου» για ένα κόμμα που μετρά δεκαετίες ζωής (ιδρύθηκε το 1972) ενισχύεται από διεργασίες κυκλοφορίας των κομματικών ελίτ που έχουν τεθεί σε κίνηση επί των ημερών της Λεπέν, με πρόσωπα νέα σε ηλικία να έχουν αναδειχθεί σε καίρια πόστα. Το γεγονός ότι κάποια από αυτά είναι του στενού ή και οικογενειακού περιβάλλοντος της προέδρου δεν μειώνει τις εντυπώσεις που επιδιώκει να προκαλέσει η ηλικιακή ανανέωση στο Εθνικό Μέτωπο κόντρα στην επάνοδο του Σαρκοζί και την ανακύκλωση ενός παλιού πολιτικού προσωπικού που συντελείται στην Κεντροδεξιά.
Ο ανασχεδιασμός μιας εμπορικής επωνυμίας θωρείται επιτυχημένος όταν αυτή κατακτά ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά. Στον ανασχεδιασμό μιας κομματικής επωνυμίας στην πολιτική αγορά τα πράγματα δεν διαφέρουν. Στην περίπτωση του Εθνικού Μετώπου, αυτό διεκδίκησε με επιτυχία ένα σημαντικό κομμάτι από την εκλογική πελατεία της Αριστεράς (έλαβε το 43% των ψήφων των εργατών), αλλά και της Δεξιάς (ψηφίστηκε από το 35% των αγροτών και το 36% των υπαλλήλων), αυξάνοντας την επιρροή του στα λαϊκά στρώματα και στις μεσαίες τάξεις (στοιχεία Ipsos). Το Εθνκό Μέτωπο είχε ξαναπετύχει κάτι παρόμοιο, όταν στη δεκαετία του 1990 είχε διεμβολίσει την εκλογική πελατεία Κομμουνιστών και Σοσιαλιστών, ενώ μια δεκαετία μετά είχε παρατηρηθεί σύγκλιση των θέσεων της Κεντροδεξιάς με την Άκρα Δεξιά. Σήμερα δεν πρόκειται ωστόσο (μόνο) για επιστροφή φαινομένων “αριστερο-λεπενισμού” και “λεπενοποίησης” στην εκλογική σκηνή, αλλά για μια καθαρότερη διεύρυνση της επιρροής του Εθνικού Μετώπου σε κοινά εκλογέων που το ψήφισαν συγκλίνοντας με το περιεχόμενο και το ύφος της δικής του αφήγησης: την έμφαση σε ζητήματα ασφάλειας και το συναισθηματικό υπόβαθρο του λόγου του. Απέναντι στον αμυντικό λόγο της κατεστημένης πολιτικής ελίτ που επιδιώκει να κατευνάσει φόβους, το Εθνικό Μετωπο διατυπώνει μια επιθετική ρητορική για να εξάψει αισθήματα κινδύνου και απειλής. Αυτά τα θεματικά και συναισθηματικά μοτίβα που διαθέτουν εκλογική επιρροή χρειάζεται να προσεχθούν ιδιαίτερα, ιδίως τώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη μια δεξιόστροφη μετακίνηση εκλογέων σε αρκετές χώρες της ΕΕ.
 

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Το ΒΗΜΑ (13.12.2015) 
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=761401 /?aid=761401

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Το προσφυγικό και η διαχείριση του φόβου



Από τις αρχές του 2015 μισό εκατομμύρο πρόσφυγες πέρασαν τα ελληνικά σύνορα. Καθημερινά χιλιάδες από αυτούς βρίσκουν καταφύγιο σε ένα νησί του Ανατολικού Αιγαίου, με τους πρόσφυγες να είναι συχνά περισσότεροι από τον εγχώριο πληθυσμό. Αν κάτι παραμένει αξιομνημόνευτο στο προσφυγικό δράμα, στιγμές κορύφωσης του οποίου αποτελούν τα άψυχα κορμιά μικρών παιδιών, είναι τα αυξημένα αντανακλαστικά ανθρωπισμού των νησιωτών. Με τις δομές υποδοχής και τις διεργασίες επανεγκατάστασης των προσφύγων να είναι αργόσυρτες και χαοτικές και τις αρχές –ευρωπαϊκές και εγχώριες– να εμφανίζονται απροετοίμαστες, οι κάτοικοι των νησιών έδειξαν αλληλεγγύη στην περίθαλψη των προσφύγων.

Το προσφυγικό φαινόμενο στις ημέρες μας έχει γνωρίσματα υπέρ-συμβάντος: υπολείπονται δύο μήνες για να κλείσει η χρονιά και οι πρόσφυγες που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα είναι εφταπλάσιοι από όσους ήρθαν πέρυσι. Το γεγονός ότι στην εκτύλιξη του υπέρ-συμβάντος λειτούργησε ένα «φαινόμενο στεφάνης» συνιστά ένα θετικό δείγμα για τη στάση της κοινωνίας απέναντι στους πρόσφυγες: σε όσο μεγαλύτερη εγγύτητα με το ζήτημα βρίσκεται κάποιος, τόσο λιγότερο φοβικά το αντιμετωπίζει. Πώς αντιλαμβάνονται το ζήτημα όσοι δεν έχουν εγγύτητα με τους πρόσφυγες;

Στην Ευρώπη δεν λείπουν οι φωνές συμπάθειας· μαζί με τους Μέρκελ, Γιούνκερ, Σούλτς και Ολάντ, ένα τμήμα της πολιτικής ελίτ έδειξε ανθρώπινο πρόσωπο απέναντι στους πρόσφυγες. Άλλοι ωστόσο ευρωπαίοι πολιτικοί (ο Βέλγος υπουργός εσωτερικών Γιαμπόν, ο Γερμανός ομόλογός του ντε Μεζιέρ, ο πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος στην Πολωνία Κατσίνσκι, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Ορμπάν) φανέρωσαν αναλγησία, εχθρότητα ή και απέχθεια για τους πρόσφυγες. Εκτός από διαφορετικές τοποθετήσεις στην κλίμακα των αξιών, οι στάσεις των ευρωπαίων ηγετών αντανακλούν πιέσεις της κοινής γνώμης και του εκλογικού σώματος, ένα μέρος από το οποίο αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες ανταγωνιστικά και φοβικά. «Ο Ξένος», έγραφε ο Γκέοργκ Ζίμμελ, δεν είναι εκείνος που περιπλανιέται και φεύγει, αλλά που έρχεται και μένει. Η προοπτική της παραμονής των προσφύγων στην Ευρώπη είναι που δραστηριοποιεί αντιμεταναστευτικές οργανώσεις, όπως την PEGIDA, να εντείνουν τις κινητοποιήσεις τους εξάπτοντας τους φόβους της μεσαίας τάξης απέναντι στον Ξένο.

Θα ήταν όμως λάθος να σχηματίζαμε την άποψη ότι η κοινή γνώμη καταναλώνει άκριτα τις αφηγήσεις των εθνικολαϊκιστών. Ό,τι κυρίως ανησυχεί το μέσο Ευρωπαίο δεν είναι αυτή καθαυτή η προοπτική εγκατάστασης προσφύγων στη χώρα του, όσο η  αδυναμία διαχείρισης μιας τέτοιας προοπτικής. Στη Γερμανία, όπου η πλειοψηφία (51%) αρχικώς διάκειτο ευνοϊκά στο ενδεχόμενο μόνιμης εγκατάστασης προσφύγων, τα πράγματα αντιστράφηκαν όταν εκδηλώθηκε διαφωνία στην κυβέρνηση, με υπουργούς να φρενάρουν μια πολιτική άμεσης ενσωμάτωσης μεγάλου αριθμού προσφύγων.

Αν κάτι είναι εμφανές στο επίπεδο ευρωπαϊκών κρατών και στην Ε.Ε. είναι η απουσία σχεδίου για το προσφυγικό ζήτημα. Η πολιτική τάξη της Ευρώπης αναλώνεται στη διαχείριση του φόβου των πολιτών. Υπό την απειλή της ακροδεξιάς που λειτουργεί ως ενισχυτής του φόβου απέναντι στον Ξένο, ηγεσίες και κόμματα στην Ευρώπη επιλέγουν το πολιτικό κατενάτσιο από την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος.

Στην Ελλάδα, η κατάσταση δεν εξελίσσεται διαφορετικά. Όπως οι εταίροι έχουν στραμμένο το βλέμμα στη δική τους εθνική πολιτική αρένα, το ίδιο και οι εγχώριοι κυβερνώντες. Έχοντας επωμιστεί την ευθύνη της καταγραφής των προσφύγων για τη επανεγκατάστασή τους στις χώρες υποδοχής και της δημιουργίας χιλιάδων θέσεων προσωρινής φιλοξενίας στην χώρα μας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιχειρεί να εργαλειοποιήσει το προσφυγικό μετατρέποντάς το σε ένα είδος υπερισοδύναμου στη διαδικασία εφαρμογής της συμφωνίας με τους δανειστές και εκπλήρωσης των όρων του Μνημονίου. Μια τέτοια διαδύνδεση του προσφυγικού με τις μνημονιακές υποχρεώσεις στην προοπτική της ελαστικοποίησης των τελευταίων εξαιτίας του βάρους του πρώτου, πέραν των όποιων ηθικών διλημμάτων, ενέχει το διπλό κίνδυνο, διασυνδέοντάς τες να μείνουν εντέλει πίσω και οι δύο κατηγορίες δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει.

Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα δεν συνοδεύθηκε μέχρι στιγμής από οργανωμένη αντίδραση στο χώρο της εγχώριας ακροδεξιάς. Η κινητοποίηση της Χρυσής Αυγής σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν περιορισμένη σε έκταση αλλά εκλογικά επιτυχής, καθώς αύξησε τα ποσοστά της εκεί που εκδηλώνονται προσφυγικές ροές. Καθώς όμως η εκλογική της απήχηση σε νησιωτικές περιοχές παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, ως υπόθεση εργασίας μπορεί να υποστηριχθεί ότι όσο λιγότερη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων υπάρχει στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, όσο δηλαδή πιο διαιρετικό προβάλλει το σχετικό διακύβευμα, τόσο η Χρυσή Αυγή βρίσκει έδαφος να αναπτύξει την αντιπροσφυγική της ρητορική. Το κενό κρατικής παρουσίας, οι κομματικές διαμάχες με επίκεντρο το προσφυγικό και η κυβερνητική αναποτελεσματικότητα λειτουργούν ως υπόστρωμα πολιτικής ευκαιρίας για τον εν τη ευρεία εννοία χώρο της ακροδεξιάς. Δεν είμαστε σίγουροι αν αυτό το έχει συνηδητοποιήσει η πολιτική ηγεσία στη χώρα.

Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 6 Νοεμβρίου 2015, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=752096

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Η πορεία της Χρυσής Αυγής από τον Μάιο του 2012 μέχρι σήμερα: διαδρομή και νέες πολιτικές ευκαιρίες


Από τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012 μέχρι τις ευρωεκλογές του 2014 και την τριπλή εκλογική αναμέτρηση του 2015, η Χρυσή Αυγή διαγράφει μια ανοδική πορεία στα εκλογικά χρονικά της χώρας. Προβληματισμό δεν προκαλεί μόνο η μετεωρική άνοδος ενός ιδιότυπου μορφώματος του εξτρεμιστικού και φιλοναζιστικού χώρου στην πολιτική σκηνή, αλλά και ότι το συγκεκριμένο μόρφωμα διατήρησε τις δυνάμεις του στο σύνολο των αναμετρήσεων «πρώτης τάξης» (εθνικές εκλογές) και «δεύτερης τάξης» (ευρωεκλογές, δημοτικές/περιφερειακές εκλογές) που έλαβαν χώρα έκτοτε.

Μπορεί η ευρωπαϊκή ακροδεξιά να βρίσκεται σε άνοδο τις τελευταίες δεκαετίες, όμως η Χρυσή Αυγή δεν εντάσσεται σε καμία από τις κύριες εκδοχές της συγκεκριμένης κομματικής οικογένειας. Δεν είναι ούτε ένα τυπικό ακροδεξιό (far right) κόμμα, πιο εθνικιστικό από τα παροδοσιακά κόμματα της συντηρητικής δεξιάς, ούτε ένα εθνικολαϊκιστικό κόμμα που θέλει να επιβάλει ένα κράτος «νατιβιστικών» προδιαγραφών, στο οποίο θέση θα έχουν μόνο οι γηγενείς πολίτες-μέλη της εθνικής κοινότητας. Το ότι η Χρυσή Αυγή διαγράφει μια διακριτή πορεία στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς τεκμαίρεται από το γεγονός ότι εξαιρουμένου του γερμανικού νεοναζιστικού NPD και ορισμένων ευρωβουλευτών από την ιταλική Lega Nord, η ίδια παραμένει εκτός των ομαδοποιήσεων της Ευρωβουλής, εκτός ακόμη και της επονομαζόμενης Ευρώπης των Εθνών και Ελευθεριών, στην οποία μετέχουν αρκετά κόμματα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.

Δακτυλοδεικτούμενη, φιλοναζιστική, θιασώτης της χρήσης μεθόδων βίαιου ακτιβισμού, η Χρυσή Αυγή επιβιώνει στην εγχώρια πολιτική σκηνή ως το μεγαλύτερο κόμμα μεταξύ των μικρότερων κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Η πολιτικο-εκλογική της επίδοση είνα εξακολουθητική παρότι η ίδια ελέγχεται δικαστικά από τον Σεπτέμβριο του 2013, με σημαντικό μέρος του στελεχικού της δυναμικού (του αρχηγού και βουλευτών του περιλαμβανομένων) να κατηγορείται για ένταξη και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που συγκροτεί τον πυρήνα της Χρυσής Αυγής.  Η έναρξη της δικαστικής διερεύνησης και η δίκη που διεξάγεται έχει ωστόσο επιδράσει στο εκλογικό σώμα, μέρος από το οποίο απέσυρε την υποστήριξή του προς τη Χρυσή Αυγή ή και απομακρύνθηκε από μια τέτοια προοπτική που ως πρόθεση ψήφου καταγραφόταν στις έρευνες κοινής γνώμης έως τα μέσα του 2013.

Στις τελευταίες εκλογές η Χρυσή Αυγή σημείωσε μικρή αύξηση του ποσοστού της, είδε όμως τον αριθμό των ψηφοφόρων της να περιορίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, μάλιστα ανεξαρτήτως κοινωνικών χαρακτηριστικών και οικονομικής τους επιφάνειας. Οι απώλειες ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής σημειώθηκαν στην ηπειρωτική χώρα, παρότι αυτή κέρδισε σε ποσοστά και ψήφους στη νησιωτική. Σε Κω, Λέσβο, Σάμο, Λέρο και Χίο η δύναμή της ενισχύθηκε σημαντικά και πιο έντονα εκεί που το προσφυγικό εκτός από ένα ανθρωπιστικό ζήτημα μετατράπηκε σε ένα διαιρετικό πολιτικό διακύβευμα. Ακολουθώντας μια επιθετική ρητορική εναντίον των προσφύγων, διασυνδέοντας έντεχνα το προσφυγικό με το μεταναστευτικό και επικαιροποιώντας ελλοχεύοντες φόβους περί «εθνικών απειλών» και «εθνικής ασφάλειας», η Χρυσή Αυγή φάνηκε να είναι σε θέση να κερδίσει επιρροή σε ψηφοφόρους που αναδιατάσσουν τις προτιμήσεις τους στην παρούσα συγκυρία.

Όσο η διαχείριση των προσφυγικών ροών δεν γίνεται διαχειρίσιμη πολιτικά με τρόπο που να βασίζεται στη συναίνεση των κομματικών δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου, μάλιστα όχι μόνο σε επίπεδο κεντρικού κράτους αλλά και στην περιφέρεια, όσο δηλαδή το προσφυγικό από ένα διακύβευμα σύγκλισης και συμφωνίας των πολιτικών δυνάμεων μετατρέπεται σε ένα άλυτο διαιρετικό διακύβευμα, τόσο θα διευρύνονται οι πολιτικές ευκαιρίες για τις δυνάμεις εκείνες που θέλουν μια Ελλάδα περίκλειστη, σκληρή και απάνθρωπη. Το θέμα είναι να μην τους κάνουμε τη χάρη...  

Δημοσιέυθηκε στο CNN Greece (26 Οκτωβρίου 2015)
http://www.cnn.gr/opinions/arthra/story/1633/h-poreia-tis-xrysis-aygis-apo-ton-maio-toy-2012-mexri-simera-diadromi-kai-nees-politikes-eykairies 

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Μη θεωρήσεις φιλικό το λόγο των εχθρών σου


Η φράση είναι του Μένανδρου. Τον θυμήθηκα ακούγοντας χθες στο Ευρωκοινοβούλιο τους πολέμιους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαγκωνίζονται στο ποιος/ποια θα στηρίξει περισσότερο τον Έλληνα πρωθυπουργό στην προοπτική ενός ηθελημένου ή αθέλητου Grexit. Με βρετανικό φλέγμα ο επικεφαλής του UKIP Ν. Farage (αλήθεια αυτός δεν είχε τάχατες παραιτηθεί από όλα τα κομματικά αξιώματα και θέσεις... μετά τις βουλευτικές εκλογές στη χώρα του και το όχι ικανοποιητικό αποτέλεσμα του κόμματός του;) ανέλυσε το τι σηματοδοτεί το Ευρώ σήμερα: πρόκειται για «το νέο Τείχος του Βερολίνου» είπε εμφατικά προτρέποντας τον κ. Τσίπρα να δείξει αξιοπρέπεια και «με το κεφάλι ψηλά» να βγάλει τη χώρα του (εμάς δηλαδή) από την ΕΕ. Οι πρώτοι μήνες θα είναι δύσκολοι, σημείωσε, αλλά στη συνέχεια θα ανακάμψετε έχοντας απελευθερωθεί από τους «νταήδες των Βρυξελών».

Είναι σίγουρο ότι ο ελληνικός λαός ένιωσε ένα σκίρτημα υπερηφάνειας να τον συνεπαίρνει, καθώς ο επικεφαλής του πλέον ευρωσκεπτικιστικού κόμματος της Γηραιάς Αλβιώνας έδινε συμβουλές στον πρωθυπουργό μιας οικονομικά αδύναμης χώρας που δεν έχει ακόμη αποφασίσει ακριβώς που θέλει να βρίσκεται το βράδυ της ερχόμενης Κυριακής. Τα υποστηρικτικά αυτά λόγια ήρθαν να ενισχυθούν με τη δυναμική ομιλία της M. Le Pen, η οποία παίρνοντας  τη σκυτάλη τα είπε έξω από τα δόντια: κατήγγειλε τη λιτότητα που είναι συνώνυμο του Ευρώ· αποκάλυψε το ρόλο του Ευρώ που δεν είναι παρά το «κρεματόριο» για τις χώρες του Νότου· επικαλέστηκε τον νομπελίστα Krugman για να δώσει έξτρα κύρος στην ανάλυσή της και για να πει στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η έξοδος από το Ευρώ θα είναι για την Ελλάδα κάτι σαν μια προοπτική σε έναν κήπο της Εδέμ και μια εναλλακτική που πρέπει ο ίδιος να αποτολμήσει έχοντας στα χέρια του το Όχι του δημοψηφίσματος, για το οποίο δεν παρέλειψε να πει πόσο χάρηκε για τη διενέργειά του και την κατάληξή του.

Δεν ξέρω πώς ένιωθε ο κ. Τσίπρας ακούγοντας τους  αρχηγούς δύο παραπλήσιων εκδοχών της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς να τον ενισχύουν προς μια προοπτική που είναι τόσο επιθυμητή από μια αριστερή μερίδα του κόμματός του. Δεν ξέρω πώς νιώθει κάποιος όταν έρχεται εμπειρικά αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που μέχρι τότε την εκλάμβανε σαν ένα αυθαίρετο αφήγημα πολιτικών του αντιπάλων. Δεν ξέρω αν έκανε τη σκέψη ότι αυτά που λένε η Le Pen και ο Farage είναι πανομοιότυπα με τα λεγόμενα του δικού του κομματικού εταίρου (ΑΝΕΛ) ούτε τι μπορεί να πέρασε από το μυαλό του όταν πήρε το λόγο ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής για να υπερασπιστεί το Όχι στο δημοψήφισμα παπαγαλίζοντας αντιευρωπαϊκές κορώνες και σλόγκαν της αντιγερμανικής προπαγάνδας σαν κι αυτά που πλάθονται στην εγχώρια δημόσια φρασεολογία και διαπερνούν εγκάρσια την πολιτική σκηνή.

Ξέρω ότι πολλοί άλλοι νιώσαμε υπερβολικά δυσάρεστα. Η δυσαρέσκειά μας μεγαλώνει και από τη όλη σιωπή: η ακροδεξιά (εθνικολαϊκιστική και ναζιστική) ψηφίζει Όχι κερδίζοντας νομιμοποίηση μέσα στην πρωτόγνωρη αυτή ταραχή την οποία βιώνουμε. Πολλοί από αηδία απωθούν αυτή την πραγματικότητα μιας κοινής σύμπλευσης στο δημοσκοπικό δίλημμα και ίσως γι’αυτό τα βάζουν άδικα με όσους αναδεικνύουν αυτή την ανάρμοστη σύμπλευση. Οι πιο κυνικοί θεωρούν, ωστόσο, ότι ήρθε η ώρα της πολιτικής λεηλασίας της ακροδεξιάς ανεξαρτήτως κόστους για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Τον λογαριασμό, να δούμε τι είχαμε και τι απέμεινε στην ακροδεξιά σκηνή, θα τον κάνουμε μετά. Οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν πάντως ότι η ακροδεξιά διατηρεί τις δυνάμεις της. Όμως, ο στόχος τώρα είναι άλλος και γι’αυτό μένουμε προσηλωμένοι στην επιδίωξη της ευρωπαϊκής μας προοπτικής.

 Δημοσιεύθηκε στη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

http://metarithmisi.gr/%CE%BC%CE%B7-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CF%87%CE%B8%CF%81%CF%8E%CE%BD/ 



Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

H ήττα των νικητών και η νίκη των ηττημένων


Μετά το 61% που συγκέντρωσε το ‘Οχι στο δημοψήφισμα, πολλοί έκαναν λόγο για νίκη-θρίαμβο του Αλέξη Τσίπρα: συσπείρωσε το αντιμνημονιακό στρατόπεδο, το οποίο διαπερνά εγκάρσια όλο το φάσμα του άξονα Αριστερά-Δεξιά, καθώς το Όχι υποστήριξαν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ από τη μια μεριά, αλλά και οι ΑΝΕΛ με τη Χρυσή Αυγή από την άλλη. Το 61% του Όχι υπήρξε έκπληξη· οι δημοσκοπήσεις έδιναν τις διαφορές των δύο στρατοπέδων μικρότερες, γεγονός που έκανε την τελική νίκη του Όχι να φαίνεται ακόμη μεγαλύτερη, αλλά και τα ποσοστά του Ναι να αξιολογούνται ως λιγότερο σημαντικά από ό,τι αυτά είναι στην πραγματικότητα. Ας επιχειρήσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά διακρίνοντες τις κρυφές περιοχές του Όχι και του Ναι.

Το 61% Όχι στο δημοψήφισμα δεν αποτελεί ακριβώς έναν θρίαμβο του Α. Τσίπρα, αλλά πάνω απ’όλα πρόκειται για μια νίκη-αυτοπαγίδευση. Με το 61% στις τσέπες του επιβεβαίωσε ο πρωθυπουργός ότι έχει βρει τον τρόπο να περνάει τις θέσεις του σε μεγάλη μερίδα πρόθυμων-να-πειστούν-από-υποσχέσεις-ψηφοφόρων. Όμως, εκτός του ότι δεν χρειαζόταν ένα δημοψήφισμα για να δείξει κάτι τέτοιο (η λαϊκή εντολή της 25ης Ιανουαρίου ήταν νωπή), το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της προηγούμενης Κυριακής «έδεσε» τον Α. Τσίπρα σε μια έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας που ως προς το περιεχόμενό της περιορίζει την εντολή που είχε λάβει από τις βουλευτικές εκλογές.

Με βάση το αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου, ο πρωθυπουργός είχε άνετη ευχέρεια κινήσεων, καθώς ήταν μόνο αυτός που διερμήνευε τη λαϊκή ετυμηγορία, πράγμα για το οποίο θα κρινόταν στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, όμως, του δίνει μια χρονικά νεότερη, θεματικά εξειδικευμένη και αυστηρή ως προς το περιεχόμενό της εντολή, η οποία του λέει ρητά να απορρίψει το σχέδιο της συμφωνίας των δανειστών. Ακόμη κι αν κάποιος ισχυριστεί ότι το σχέδιο εκείνο δεν ισχύει πια και γι’αυτό ο πρωθυπουργός δεν δεσμεύεται να απορρίψει ένα επόμενο σχέδιο συμφωνίας που ίσως του επαναπροταθεί, όλοι γνωρίζουμε ότι κάθε επόμενο σχέδιο στην καλύτερη περίπτωση δεν θα διαφέρει παρά ελάχιστα από το προηγούμενο. Αν ο κ. Τσίπρας έκανε δημοψήφισμα για να έχει άλλοθι προκειμένου να μη συμφωνήσει σε κανένα πρόγραμμα, τότε όντως πέτυχε το στόχο του. Αν όμως δεν ήταν κάτι τέτοιο στις προθέσεις του και αν το δημοψήφισμα σχεδιάστηκε σαν μια μανούβρα στην ιδιότυπη διαπραγμάτευση που διεξαγόταν, τότε με το δημοψήφισμα ο πρωθυπουργός αλλά κυρίως η χώρα αυτοπαγιδεύτηκαν σε ένα Όχι από το οποίο θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεμπλέξουν.

Δεν είναι μόνο το 61% των ψηφοφορων του Όχι που δεσμεύει στο εσωτερικό της χώρας τον κ. Τσίπρα σε μια στάση με περιορισμένα περιθώρια ελιγμών, αλλά είναι και το μήνυμα αυτού του υπερπλειοψηφικού Όχι στο εξωτερικό: από τους ευρωπαίους ηγέτες μέχρι τους ευρωπαϊκούς λαούς, μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και εκείνο το τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνίας και κοινής γνώμης που έχει έναν ιδεολογικά φίλα προσκείμενο προσανατολισμό προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όλοι διερμηνεύουν το Όχι κατά τον ίδιο τρόπο: δηλαδή ως μια άρνηση αποδοχής και προσαρμογής της Ελλάδας στα προγράμματα δημοσιονομικής πειθαρχίας και μεταρρυθμίσεων. Μπορεί ο κ. Τσίπρας με το 61% Όχι στα χέρια του να ήθελε να δείξει στους Ευρωπαίους ότι σύσσωμος ο ελληνικός λαός, από την άκρα αριστερά έως τον άκρα δεξιά, τον στηρίζει στις μέχρι τώρα επιλογές του· μπορεί ακόμα ο Έλληνας ψηφοφόρος του Όχι κάθε ιδεολογικής απόχρωσης να θεωρεί ότι με την ψήφο του στηρίζει τη διαπραγματευτική δύναμη του πρωθυπουργού και της χώρας του. Οι ερμηνείες είναι σχετικές. Σημασία ωστόσο επίσης έχει τι αντιλαμβάνονται οι Ευρωπαίοι με το 61% Όχι στις προτάσεις τους. Και αυτοί καταλαβαίνουν ότι η επιλογή της πλειοψηφίας των Ελλήνων ψηφοφόρων δεν αφήνει περιθώρια για μια συμφωνία στο πλαίσιο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται.
Επιπλέον, η σύμπλευση ακροδεξιάς (της ναζιστικής περιλαμβανομένης) στην απόφαση της Βουλής για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, καθώς και στην επίτευξη του συγκεκριμένου αποτελέσματος (>70% των ψηφοφόρων των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής και >80% εκείνων που δηλώνουν πρόθεση ψήφου για τα δύο κόμματα ψήφισε υπέρ του Όχι, βλ. ενδεικτικά Public Issue) εκλαμβάνεται ως μια πρόκληση απέναντι στην ΕΕ που καθιστά ακόμη δυσκολότερους τους συμβιβασμούς και την επίτευξη συμφωνίας.

Επιστρέφοντας ο κ. Τσίπρας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα πρέπει να πείσει τους εταίρους ότι στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπάρχει πάραυτα ένα Ναι των Ελλήνων στο Ευρώ και στην ΕΕ, αλλά και τη βούλησή τους να αποδεχθούν ένα πρόγραμμα συμφωνίας, όπως εκείνο που απορρίφθηκε με το δημοψήφισμα. Ωστόσο, αν δεν θέλει ο πρωθυπουργός να περάσει σε μια περιοχή αφελούς και αλχημικού πολιτικού λόγου, θα πρέπει να δώσει όλο το βάρος της επιχειρηματολογίας του όχι στο 61% του  Όχι, αλλά στο 39% του Ναι αναδεικνύοντας ο ίδιος τη σημασία της ψήφου των αντιπάλων του.
Αντίθετα από ηττοπαθείς ερμηνείες όσον αφορά το μέγεθος του Ναι και της αποτυχίας του να επικρατήσει στο δημοψήφισμα, το ποσοστό που στοιχήθηκε πίσω από την καταφατική απάντηση στο ασαφές διλημματικό ερώτημα είναι πολύ ικανοποιητικό. Επίσης, ιδιαιτέρως ικανοποιητικό είναι το γεγονός της κινητοποίησης σημαντικής μερίδας της κοινωνίας πολιτών που στρατεύθηκε πολιτικά υπέρ του Ναι προκειμένου να μη τεθεί σε κίνδυνο η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ο κ. Τσίπρας θα έπρεπε κανονικά να μιλήσει στους εταίρους για τα δικά του λάθη τονίζοντας ότι παρόλα αυτά ένα σημαντικό κομμάτι πολιτών τάχθηκε υπέρ του Ναι, ότι το μερίδιό τους διαθέτει δυναμική και υπό άλλες (κανονικές) συνθήκες θα ήταν πολύ (ή ακόμη και το) ισχυρότερο.

Με άλλα λόγια, μόνο αν αναδείξει τα λάθη των δικών του χειρισμών, ο κ. Τσίπρας θα έχει πιθανότητες να εισακουστεί από τους εταίρους μας στην Ευρώπη.  Φοβούμαι ότι δεν θα το κάνει, παρότι θα ήμουν χαρούμενη να μπορέσω να διαψευστώ.